Σε πλήρη εξέλιξη είναι πλέον το σχέδιο του Αλέξη Τσίπρα για τη συγκρότηση «προοδευτικού μετώπου» και για διεμβολισμό του χώρου της κεντροαριστεράς και ιδιαίτερα του ΚΙΝΑΛ, με πενιχρά επί του παρόντος αποτελέσματα.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι με εξαίρεση την περίπτωση του Σπύρου Δανέλλη που ως βουλευτής έχει ουσιαστικά προσχωρήσει στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η συμμετοχή μέχρι τώρα των προερχόμενων από την κεντροαριστερά που είχαν δηλώσει πρόθυμοι για το νέο εγχείρημα υλοποιούνταν με τη στήριξή τους προς την κυβέρνηση μέσα από την παρουσία τους σε εκδηλώσεις, με ομιλίες, με εμφανίσεις σε μέσα ενημέρωσης ή με σχετική αρθρογραφία τους και όχι με την πλήρη ένταξή τους στον ΣΥΡΙΖΑ ή την ανάληψη κυβερνητικών ή άλλων κρατικών θέσεων.
Συνεπώς, έκπληξη και αμηχανία προκάλεσε ακόμη και σε στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ η πρόσφατη υπουργοποίηση δύο πρώην μελών των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ επί πρωθυπουργίας του Γεωργίου Παπανδρέου, όχι μόνο επειδή δεν είχαν καμία απολύτως συμμετοχή στη δημόσια έκφραση της προσπάθειας για τη συγκρότηση αυτού του μετώπου, αλλά κυρίως γιατί μέχρι και πριν από λίγους μήνες επέκριναν δημόσια την κυβέρνηση και μάλιστα με οξύ τρόπο.
Και εδώ είναι που δημιουργούνται τα ερωτηματικά για τις προθέσεις και τις επιδιώξεις αυτής της απόφασης του πρωθυπουργού, επικοινωνιακές και ουσιαστικά πολιτικές.
Από τη μια, σωστά δεν αξιοποίησε κάποιους από αυτούς που στήριξαν τη δημιουργία της υποτιθέμενης νέας κίνησης, για τον προφανή λόγο ότι θα καταγράφονταν η συμμετοχή τους ως ιδιοτελής, από την άλλη όμως ο διορισμός σε θέσεις υφυπουργών δύο πρώην κυβερνητικών στελεχών του ΠΑΣΟΚ που συμμετείχαν μάλιστα μέχρι πρότινος στο Κιναλ, θολώνει την εικόνα για το μήνυμα που εκπέμπεται, δεδομένου μάλιστα ότι η ένταξή τους στην κυβέρνηση δεν έχει άμεσα και χειροπιαστά οφέλη για τον ΣΥΡΙΖΑ, αφού οι δύο νέοι υφυπουργοί δεν είναι βουλευτές και δεν ενισχύουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία όπως έγινε στην περίπτωση του Σπύρου Δανέλλη.
Και θολώνει την εικόνα όχι μόνο γιατί η μεταγραφή τους από το ΚΙΝΑΛ εμφανίζεται λόγω της υπουργοποίησής τους ως αποτέλεσμα (πολιτικής) συναλλαγής, αλλά επειδή, όντας μέλη των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, η ένταξή τους στο κυβερνητικό σχήμα κάθε άλλο παρά επιβεβαιώνει τις διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ περί διεφθαρμένων κυβερνήσεων των παλαιών κομμάτων εξουσίας που κατέστρεψαν τη χώρα και την έβαλαν στα μνημόνια.
Φαίνεται όμως ότι ο πρωθυπουργός προτάσσει στην παρούσα φάση και λίγο πριν τις εκλογές τη διεύρυνση και συνακόλουθα την μετατόπιση του Συριζα προς την κεντροαριστερά και όχι την εξομοίωση των κυβερνήσεων και των κομμάτων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ ως εκπροσώπων του παλαιού κατεστημένου.
Ως εκ τούτου η διάκριση ανάμεσα σε παλιό και νέο έχει παραμερισθεί προς το παρόν και έχει προταχθεί ο διαχωρισμός ανάμεσα σε πρόοδο και συντήρηση που είναι βολικός και χωρά στην πλευρά της προόδου όχι μόνο τα μεμονωμένα πρόσωπα, εκπροσώπους για πολλά χρόνια του θεωρούμενου ως παλιού, αλλά και κόμματα ολόκληρα όπως το Κιναλ, στο οποίο πλέον απευθύνονται δημόσιες και επίμονες προσκλήσεις για συμπόρευσή του με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Οι μεμονωμένες προσχωρήσεις στελεχών υποτίθεται ότι θα μπορούσαν να εκληφθούν ως διαδικασία επιλεκτική που έχει να κάνει μόνο με την ταυτότητα των προσχωρούντων και δεν συνιστά αποδοχή και του κομματικού φορέα στον οποίο ανήκαν, εξάλλου από το 2012 ουκ ολίγα στελέχη του ΠΑΣΟΚ προσχώρησαν στον ΣΥΡΙΖΑ και αρκετοί από αυτούς εκλέχθηκαν βουλευτές στις αναμετρήσεις που μεσολάβησαν ή διορίσθηκαν μέλη της κυβέρνησης ή σε άλλες κρατικές θέσεις.
Η επιδίωξη όμως του ΣΥΡΙΖΑ για καθολική πλέον σύμπλευση με τα κόμματα της κεντροαριστεράς μόνο αυτοαναίρεσή του μπορεί να θεωρηθεί, με δεδομένο ότι το ιδεολόγημα με το οποίο εκλέχθηκε και έγινε ταυτοτικό στοιχείο του, στηρίχθηκε στο σκεπτικό ότι όλα τα αστικά κόμματα που κυβέρνησαν μετά την μεταπολίτευση κατέστρεψαν τη χώρα.
Προς το παρόν, αφού κανένα κόμμα δεν συγκινείται από την πρόσκληση, συνεχίζονται οι επαφές και οι προσπάθειες για προσχωρήσεις σε ατομικό επίπεδο έστω και μεσαίων στελεχών του ΠΑΣΟΚ όπως οι δύο νέοι υφυπουργοί.
Μια ερμηνεία της πρόσφατης απόφασης του πρωθυπουργού θα μπορούσε να είναι η επιδίωξη από την πλευρά του να καταδειχθεί με τον πιο πανηγυρικό τρόπο η στήριξη προς την κυβέρνηση στελεχών που προέρχονται από τη νεώτερη γενιά του ΠΑΣΟΚ και από το περιβάλλον του Γεωργίου Παπανδρέου, σε αντιδιαστολή με το σημερινό ΠΑΣΟΚ ή ΚΙΝΑΛ της Φώφης Γεννηματά που ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να εμφανίσει ως συντηρητικό και αναχρονιστικό και ως προσκολλημένο στο άρμα της Ν.Δ.
Μια άλλη εξήγηση θα μπορούσε να είναι η επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ να καταγραφεί η κίνηση αυτή ως επίδειξη ισχύος και ως προειδοποίηση ότι αν το ΚΙΝΑΛ δεν ενταχθεί στο «προοδευτικό μέτωπο» θα διεμβολισθεί περαιτέρω και θα συρρικνωθεί.
Εδώ όμως θα μπορούσε να διατυπωθεί και η εκτίμηση ότι η επιλογή εν τέλει των συγκεκριμένων στελεχών που μόνο «πρώτα ονόματα» δεν είναι, καταδεικνύει ακριβώς την αδυναμία προσέλκυσης και ένταξης στο κυβερνητικό μπλοκ πιο σημαινόντων στελεχών από τον χώρο της κεντροαριστεράς, ιδιαίτερα μάλιστα αν συνεκτιμηθεί και το γεγονός ότι και στην διαδικασία της συγκρότησης του λεγόμενου «προοδευτικού μετώπου» οι μέχρι τώρα συμμετοχές δεν είχαν και κάποια ιδιαίτερη λάμψη, πολλοί μάλιστα, του Κιναλ συμπεριλαμβανομένου, χαρακτηρίζουν όσους έσπευσαν να υποστηρίξουν αυτή την κίνηση ως «ρετάλια».
Εξάλλου και πριν από το εφεύρημα του «προοδευτικού μετώπου» και ανεξάρτητα από την απήχηση που αυτό είχε, η κυβέρνηση μέχρι τώρα απευθύνονταν αδιάκριτα προς όλες τις κατευθύνσεις χωρίς ιδεολογικούς φραγμούς και ιδιαίτερα κριτήρια ποιότητας, επιδιώκοντας νέα ερείσματα, όπως εξάλλου δείχνει η ενσωμάτωση στον ΣΥΡΙΖΑ βουλευτών από τους ΑΝΕΛ, την Ενωση Κεντρώων, το Ποτάμι και τη ΝΔ. Και αν οι προσχωρήσεις του τελευταίου μήνα εξηγούνται από την επείγουσα ανάγκη για διάσωση με κάθε τρόπο και κάθε μέσο της κυβερνητικής πλειοψηφίας μετά την αποχώρηση του Π. Καμμένου, οι προηγηθείσες σε πιο ανύποπτο χρόνο των προερχόμενων από την Ενωση Κεντρώων (Θ. Μεγαλοοικονόμου) ή από την ΝΔ (Αικ. Παπακώστα) στελεχών, μόνο στη λογική του «ό,τι κάτσει» μπορεί να υπόκεινται.
Σε κάθε περίπτωση, η όποια ερμηνεία πράξεων και προθέσεων στην παρούσα φάση που η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ λίγους μήνες πριν τις εκλογές προσπαθούν απεγνωσμένα να μεγεθύνουν την επιρροή τους δεν έχει και ιδιαίτερη αξία.
Σημασία έχει η απήχηση αυτής της τακτικής στο εκλογικό σώμα και αν μπορεί πράγματι να αυξήσει όχι μόνο τη δύναμη αλλά κυρίως τη δυναμική του κυβερνητικού κόμματος και να έχει ουσιαστικό αντίκρισμα στην προσπάθειά του να διεκδικήσει με καλύτερους όρους την επικράτησή του στις εκλογές ή έστω τη διάσωσή του με μία αξιοπρεπή και διαχειρίσιμη ήττα.
Πάντως, από όλες τις ερμηνείες της πρόσφατης επιλογής του πρωθυπουργού, η μόνη που θα προσέδιδε κάποια βαρύτητα στην ένταξη στην κυβέρνηση των δύο πρώην στελεχών του ΠΑΣΟΚ, είναι η εκδοχή της προειδοποίησης για ένα μεγαλύτερο χτύπημα που θα ακολουθήσει κατά του ΚΙΝΑΛ.
Δύσκολα βέβαια μπορεί να αξιολογηθεί ως πειστικό αυτό με τα μέχρι τώρα δεδομένα και κρίνοντας από την πολύ φτωχή συγκομιδή που είχε η επιχείρηση «προοδευτικό μέτωπο», αλλά και από την πρόσφατη δήλωση του Γ. Παπανδρέου που δεν επιβεβαιώνει τις φήμες για προσέγγισή του με τον Συριζα, όσο αξία βέβαια μπορεί να έχουν τέτοιες δηλώσεις στην παρούσα ρευστή φάση.
Να δούμε όμως τη συνέχεια, που σύντομα θα καταδείξει αν όντως η τελευταία κίνηση του πρωθυπουργού ήταν προειδοποιητική βολή ή απλώς μία μπλόφα ή ακόμη χειρότερα, μια κίνηση απελπισίας.