Με την αποχώρηση του Πάνου Καμμένου από τη συγκυβέρνηση δεν έληξε μόνο, τυπικά τουλάχιστον, η κυβερνητική σύμπραξη των ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, αλλά στρώθηκε ο δρόμος για να υλοποιηθεί το άνοιγμα που προετοίμαζε ο ΣΥΡΙΖΑ προς την λεγόμενη Κεντροαριστερά.
Δεν είναι τυχαίο ότι η συνάντηση Τσίπρα-Καμμένου επισπεύσθηκε για την προηγούμενη Κυριακή, ημέρα της προγραμματισμένης εκδήλωσης για τη συμφωνία των Πρεσπών κατά την οποία ομιλητές ήταν στελέχη κεντροαριστερών καταβολών διακείμενα προσφάτως φιλικά προς το κυβερνητικό κόμμα.
Υποτίθεται ότι ο λόγος που ο Συριζα είχε επιλέξει ως κυβερνητικό εταίρο τους ΑΝΕΛ και μετά τις δύο εκλογές του 2015 ήταν με βάση τα λεγόμενα και των δύο κομμάτων, αφενός μεν η έξοδος από τα μνημόνια αφετέρου δε η καταπολέμηση της διαπλοκής και της διαφθοράς. Τη ΝΔ βέβαια δεν θα μπορούσε να την έχει επιλέξει αλλά ούτε και η ίδια να τον επιλέξει, αλλά οι άλλες εύλογες επιλογές που είχε λόγω θεωρητικά μεγαλύτερης ιδεολογικής συγγένειας, το ΠΑΣΟΚ αλλά και το Ποτάμι, προφανώς αποκλείστηκαν ως επίσης μνημονιακά κόμματα, αλλά και ως δήθεν εκπρόσωποι της διαπλοκής (να θυμηθούμε στο σημείο αυτό ότι αρκούσε και μετά τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 2015 η συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ μόνο με το ΠΑΣΟΚ ή μόνο με το Ποτάμι για να σχηματισθεί κυβέρνηση).
Και αν τα δύο παραπάνω αληθοφανή κριτήρια ήταν η δικαιολογητική βάση για να γίνει η πρώτη συγκυβέρνηση του Γενάρη του 2015, μετά τις εκλογές του Σεπτέμβρη του ίδιου έτους τα δεδομένα άλλαξαν. Ο ΣΥΡΙΖΑ (αλλά και οι ΑΝΕΛ) ψήφισε πριν από τις εκλογές το τρίτο αναγκαίο και αναγκαστικό μνημόνιο μαζί με ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι προκειμένου να μη πτωχεύσει και τυπικά η χώρα και ως εκ τούτου κατέστη εν τοις πράγμασι και ο ίδιος μνημονιακό κόμμα.
Αυτό είχε ως επακόλουθο να γίνει πλέον αναγκαστική μετάλλαξη της αρχικής στόχευσής του για δήθεν σχίσιμο των μνημονίων σε προσπάθεια συντεταγμένης εξόδου από τα μνημόνια, με την οποία κανένα από τα εν δυνάμει συμμαχικά του κόμματα, δεν θα μπορούσε να έχει, επί της αρχής τουλάχιστον, αντίρρηση.
Συνεπώς το μόνο επιχείρημα ή πρόσχημα που είχε ουσιαστικά για να συνεχίσει τη συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ και μετά τον Σεπτέμβρη του 2015 ήταν η καταπολέμηση της διαπλοκής και της διαφθοράς, φορείς των οποίων ήταν υποτίθεται τα λεγόμενα παλαιά κόμματα. Σύνθημα ή στόχος που επαναλαμβάνει συνεχώς μέχρι και σήμερα και όχι μόνο ρηματικά, αφού με αφορμή κυρίως την υπόθεση Novartis έχει βάλει στο στόχαστρο στελέχη των προηγούμενων κυβερνήσεων που ανήκουν κυρίως σε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, ενώ πρόσφατα τόσο ο πρωθυπουργός όσο και κυβερνητικά στελέχη δεν χάνουν ευκαιρία να στρέφονται και κατά του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, η περιουσιακή κατάσταση του οποίου βρίσκεται επίσης υπό δικαστική διερεύνηση.
Ως προς το δεύτερο σκέλος λοιπόν του δικαιολογητικού λόγου της συγκρότησης της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που αφορά στην καταπολέμηση της υποτιθέμενης διαφθοράς και διαπλοκής του παλαιού καταστημένου, δεν μπορούμε να πούμε ότι έχει αλλάξει σήμερα κάποιο δεδομένο σε σχέση με τα αυτά που υπήρχαν κατά την ανανέωση της συγκυβέρνησης τον Σεπτέμβρη του 2015, το αντίθετο μάλιστα, αφού τα όποια σχέδιά του το κυβερνητικό κόμμα τα έχει ξεδιπλώσει και βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη εδώ και ένα χρόνο περίπου, χωρίς κανένα αποτέλεσμα ή εύρημα επί του παρόντος.
Είναι συνεπώς ανακόλουθη με τη μέχρι τώρα στάση του η πρόσφατη προσπάθεια και επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ να προσεταιρισθεί αίφνης τα κόμματα της κεντροαριστεράς κάνοντας λόγο για συγκρότηση δήθεν «προοδευτικού μετώπου» και επικαλούμενος τη διάκριση ανάμεσα στην πρόοδο και τη συντήρηση την οποία υποτίθεται ότι εκπροσωπεί η ΝΔ και εντάσσοντας στην πλευρά της προόδου εκτός από τον ίδιο, το ΠΑΣΟΚ στη σημερινή του μορφή ως ΚΙΝΑΛ αλλά και το Ποτάμι, διαχωρίζοντας πλέον ρητά το ΠΑΣΟΚ από τη συντηρητική αλλά και ακροδεξιά όπως αρέσκεται να λέει ΝΔ, ενώ μέχρι πρότινος ΠΑΣΟΚ και ΝΔ θεωρούνταν εξίσου εκπρόσωποι του παλαιού κατεστημένου και ιδεολογικοί αντίπαλοί του.
Και το κάνει αυτό την ίδια στιγμή που τα σχέδιά του για ποινικές διώξεις μελών των προηγούμενων κυβερνήσεων είναι σε πλήρη ανάπτυξη, αφού όπως έλεγε και ο γνωστός για τις εμπρηστικές δηλώσεις του υπουργός του, για να κερδίσουν τις εκλογές θα πρέπει να βάλουν και κάποιους φυλακή.
Λογικά λοιπόν οι συνθήκες σήμερα για τη συγκρότηση ενός υποτιθέμενου προοδευτικού μετώπου είναι λιγότερο πρόσφορες από ότι ήταν τον Σεπτέμβρη του 2015 όταν ο Συριζα είχε τη δυνατότητα να προτείνει τη συγκρότηση μιας άλλης συγκυβέρνησης είτε με το Πασοκ είτε με το Ποτάμι και την απεμπόλησε, αφού προέταξε ως εμβληματική στόχευση της πολιτικής του τη δήθεν σύγκρουση με το παλαιό σύστημα εξουσίας.
Με τις ποινικές διώξεις λοιπόν σε εξέλιξη, θα ήταν αυτή τη στιγμή δύσκολο τουλάχιστον για το Πασοκ-Κιναλ να ενδώσει στις όποιες προτάσεις προσέγγισης. Ως προς το Ποτάμι, κανείς δεν μπορεί να προδιαγράψει κάτι με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα, πλην όμως με διατυπωμένες τις διαφωνίες κάποιων βουλευτών του για σύγκληση με τον Συριζα, οποιαδήποτε απόφαση για σύμπλευση θα επέφερε περαιτέρω διάσπαση του κόμματος και πιθανότατα τη διάλυσή του.
Δεν λείπουν βέβαια και αρκετές φωνές στο ΚΙΝΑΛ που επικαλούνται συχνά τη διάκριση ανάμεσα σε πρόοδο και συντήρηση και την ιδεολογική αντιπαλότητα με τη ΝΔ με πιο πρόσφατη και εμφατική τη δήλωση του εκπροσώπου τύπου του σχήματος για μη μετεκλογική σύμπραξη με ΝΔ - η οποία μάλιστα θα φέρει κατ’ αυτόν τον όλεθρο - και για νέες εκλογές (με απλή αναλογική).
Δεν φαίνεται όμως επί του παρόντος να είναι η επικρατούσα ή μάλλον η επίσημη άποψη του ΚΙΝΑΛ και σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε απόπειρα συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι βέβαιο ότι θα συνοδεύονταν με αποχώρηση μιας μεγάλης μερίδας στελεχών του και με περαιτέρω αποδυνάμωση του κομματικού σχηματισμού.
Ισως λοιπόν, για να μην πούμε πιθανότατα, ο ΣΥΡΙΖΑ εκεί στοχεύει τελικά. Στο να διεμβολίσει και να διασπάσει τα κόμματα της Κεντροαριστεράς, προσεταιριζόμενος στελέχη τους και αφαιρώντας τους εκλογική δύναμη και δυναμική ώστε να τους υποκαταστήσει και να καταστεί αυτός ο μόνος εκπρόσωπος της νέας κεντροαριστεράς.
Είναι η μόνη πιθανότητα που έχει να μη συντριβεί εκλογικά και να καταφέρει να πετύχει ένα αξιοπρεπές αποτέλεσμα που θα του επιτρέψει να ελπίζει ότι θα επιστρέψει σύντομα στην εξουσία.
Οσο όμως τα κόμματα της κεντροαριστεράς τηρούν μετριοπαθή στάση και ακολουθούν πολιτική ίσων αποστάσεων ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ τόσο ενθαρρύνουν αυτή την προσπάθειά του αλλά και της δίνουν την αναγκαία ιδεολογική και πολιτική νομιμοποίηση που εδράζεται στην αναβίωση του παραδοσιακού διαχωρισμού πρόοδος - συντήρηση, σύμφωνα με την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ εντάσσεται a priori στην πλευρά της προόδου.
Αν συνεχίσουν να το κάνουν, η μόνη επιλογή που θα έχουν στο κοντινό μέλλον οι σχηματισμοί της κεντροαριστεράς θα είναι η ενσωμάτωσή τους στο κυβερνών κόμμα και η ένταξη των διαφωνούντων με αυτή την επιλογή στη ΝΔ όπως είχε συμβεί και τη δεκαετία του ’70 με την «Ενωση Κέντρου» την οποία είχε απορροφήσει στο μεγαλύτερο μέρος της ο Α. Παπανδρέου και σε μικρότερο βαθμό η ΝΔ.
Αυτό βέβαια δεν αποτελεί πρόβλημα για πολλούς από αυτούς που αντιμετωπίζουν την πολιτική ως επάγγελμα και ως διέξοδο ζωής. Εδώ που φτάσαμε όμως και με δεδομένη τη διαφαινόμενη αποτυχία της κεντροαριστεράς να διεμβολίσει μέσω του Κιναλ τον νέο δικομματισμό, ίσως η εκδοχή αυτή να μην είναι και η πιο μεγάλη συμφορά για το πολιτικό σύστημα, αλλά να αποτελεί απλά μια νομοτελειακή εξέλιξη. Εξάλλου η ιστορία επαναλαμβάνεται, τώρα με ποια μορφή θα επαναληφθεί εν προκειμένω, θα το δούμε, ίσως και πολύ σύντομα.