Σε προηγούμενες δεκαετίες, με αφετηρία αλλά και κορύφωση τη δεκαετία του ΄80, όλες οι κυβερνήσεις ασκούσαν πολιτική παροχών με δανεικά, εκτοξεύοντας το δημόσιο χρέος στα σημερινά ύψη.
Αυξήσεις μισθών στο Δημόσιο, επιδόματα σε όλους τους κλάδους που αθροιστικά ξεπερνούσαν και τις βασικές αποδοχές, ανεξέλεγκτοι διορισμοί, πρόωρες συνταξιοδοτήσεις και πολλά ακόμη που μας οδήγησαν στη πτώχευση.
Σήμερα μετά την τυπική έξοδο από τα μνημόνια, η χώρα εξακολουθεί να μην μπορεί να δανειστεί από τις αγορές αφού τα επιτόκια είναι απαγορευτικά, παρά ταύτα όμως η κυβέρνηση Συριζα-Ανελ δίνει επιδόματα από το λεγόμενο «μαξιλάρι» που προέκυψε από τη φοροαφαίμαξη ιδιαίτερα της μεσαίας τάξης.
«Κοινωνικό μέρισμα» ονομάσθηκε το επίδομα που δίδεται στα χαμηλότερα εισοδήματα. Δεν είναι η πρώτη φορά που οι κυβερνήσεις επινοούν πομπώδεις λέξεις, προκειμένου να δοθεί η εντύπωση ότι ασκείται κοινωνική πολιτική ή σε άλλες περιπτώσεις να εξωραϊσθεί η επιβολή ενός δυσάρεστου μέτρου ή μιας νέας φορολογίας.
«Εισφορά αλληλεγγύης» είχε ονομάσει το 2010 η τότε κυβέρνηση την επιβολή της πρόσθετης φορολογίας εισοδήματος που ξεκίνησε ως έκτακτη και μονιμοποιήθηκε στη συνέχεια, χωρίς μάλιστα να συνδεθεί ποτέ η είσπραξη του αντίστοιχου ποσού με οποιοδήποτε κοινωνικό ταμείο ή με κάποιο ειδικό κονδύλιο του προϋπολογισμού και η οποία οδήγησε σε πραγματική αύξηση της φορολογίας εισοδήματος πέραν των φορολογικών συντελεστών (για να μη ξεχνιόμαστε).
Με τον νεολογισμό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και με τη λέξη «μέρισμα» επιχειρείται κατά παραποίηση της πραγματικότητας αλλά και της κοινής λογικής, να δοθεί η εντύπωση ότι από την βελτίωση της οικονομίας προκύπτει όφελος που διανέμεται στους ασθενέστερους ως κοινωνική πολιτική.
Προφανώς αυτό αποτελεί μαγική εικόνα, αφού το ποσό που δίδεται (περίπου 710 εκατομμύρια ευρώ) και προέρχεται από την υπέρβαση του στόχου για πλεόνασμα 3,5% επί του ΑΕΠ, προέκυψε τόσο από την περιστολή των δημόσιων δαπανών λόγω μη εξόφλησης των οφειλών του δημοσίου και λόγω περικοπών στο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, όσο και από την εξοντωτική φορολόγηση μέσω των άμεσων και έμμεσων φόρων και συνεπώς δεν αποτελεί προϊόν της ανάπτυξης της οικονομίας για να μπορεί να δικαιολογηθεί η χρήση του όρου μέρισμα.
Ακριβέστερο θα ήταν να ονομαστεί «επίδομα αναδιανομής», αφού μεταφέρει «πλούτο» από τη μεσαία κυρίως τάξη προς την ασθενέστερη. Είναι το γνωστό μοντέλο αριστερής πολιτικής που ακολουθεί η κυβέρνηση, κάνοντας χρήση του εύκολου και αποτελεσματικού εργαλείου της φορολογίας ώστε να αφαιρεί εισόδημα από τους πιο εύπορους (ή τους λιγότερο φτωχούς πλέον) για να το δίνει στους ασθενέστερους (ή τους υποτιθέμενους ασθενέστερους).
Μία στρεβλή συνταγή μείωσης των ανισοτήτων που όσο περνάει ο καιρός οδηγεί τους πολίτες σε μία κατάσταση εξίσωσης προς τα κάτω και σε κατάργηση της μεσαίας τάξης, αφού το εναπομένον πραγματικό εισόδημα, μετά την αφαίρεση του φόρου εισοδήματος, της εισφοράς «αλληλεγγύης», του ΕΝΦΙΑ και των ασφαλιστικών εισφορών, έχουμε φτάσει να αντιστοιχεί σε πολλές περιπτώσεις (και ιδιαίτερα στους επαγγελματίες) στο 1/3 του ονομαστικού εισοδήματος.
Με άλλα λόγια ένα ονομαστικό εισόδημα που με τα φορολογικά κριτήρια κατατάσσεται στην «προνομιούχο» μεσαία τάξη, μετά από την αφαίρεση όλων των επιβαρύνσεων ισοδυναμεί, χωρίς καμία δόση υπερβολής, με εισόδημα της ασθενέστερης τάξης, μόνο που δεν πληροί τα τυπικά κριτήρια για να τύχει ενίσχυσης..
Ορθότερο, δικαιότερο και αποτελεσματικότερο ως προς τις επιπτώσεις του στην ανάπτυξη της οικονομίας θα ήταν να δοθεί το ποσό του «μερίσματος» για την ταχύτερη πληρωμή των νέων συνταξιούχων που αναμένουν για δύο έως τρία χρόνια προκειμένου να εισπράξουν το ποσό της σύνταξης που δικαιούνται ή/και να δοθεί για την εξόφληση μέρους των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του δημοσίου προς τους ιδιώτες (κυρίως από επιστροφές φόρων) και τις επιχειρήσεις (για παραδοθέντα έργα ή παροχή υπηρεσιών).
Αντί γι’αυτά, δίδεται σε εισοδήματα που στην πραγματικότητα δεν ανήκουν στην κατηγορία αυτών που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση, παρά τα συνηθισμένα και δημοφιλή κλισέ, αφού η πλειονότητα όσων θα λάβουν το «μέρισμα» δεν πληρώνει καθόλου φόρο εισοδήματος (γιατί υπόκειται στο αφορολόγητο όριο), αλλά ούτε επιβαρύνεται ιδιαίτερα με τον ΕΝΦΙΑ, αφού προϋπόθεση για τη λήψη του επιδόματος είναι να μην υπάρχει ακίνητη περιουσία άνω των 120.000-180.000 ευρώ ανάλογα με τα προστατευόμενα μέλη.
Είναι σαφές ότι ούτε το λεγόμενο υπερπλεόνασμα μπορεί να δικαιολογήσει αυτή την παροχή, δεδομένου ότι η χώρα αδυνατεί να δανειστεί από τις αγορές (με επιτόκια μακροχρόνιου δανεισμού κοντά στο 5%) και συνεπώς δεν έχει την πολυτέλεια να δαπανά τεράστια ποσά σε προεκλογικά μέτρα που όχι μόνο δεν έχουν σχέση με την ανάπτυξη, αλλά αντίθετα κρίνονται από όλους τους αναλυτές ως αντιαναπτυξιακά και που δυσχεραίνουν την προοπτική εξόδου της χώρας στις αγορές χρήματος, αφού μόνο θετικά δεν τα υποδέχονται οι αγορές.
Στην πραγματικότητα τα ποσά αυτά τα στερεί η τωρινή κυβέρνηση από την επόμενη, δυσχεραίνοντας την δυνατότητα άσκησης ουσιαστικής κοινωνικής πολιτικής αλλά και θέσπισης φορολογικών ελαφρύνσεων που έχει ανάγκη η οικονομία για να επιταχυνθεί η ανάπτυξη και αποβλέποντας προφανώς στο να την καταστήσει γρήγορα αντιδημοφιλή.
Συνεπώς αυτό που βαφτίζεται ως κοινωνικό μέρισμα δεν είναι παρά προεκλογικό επίδομα, αφού το 2019 είναι χρόνος εκλογών και μάλιστα με πολλές κάλπες.
Βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά που δίδεται, το ίδιο συνέβη και ένα χρόνο πριν, πράγμα που (από πολιτική άποψη) δημιουργεί προηγούμενο και βάρος για την επόμενη κυβέρνηση να το δώσει εκ νέου ή να υποστεί κριτική αν δεν το κάνει. Είναι δηλαδή ένα ακόμη βαρίδι που προσθέτει η τωρινή στην επόμενη και δεν είναι τυχαίο ότι υπάρχουν σκέψεις να καθιερωθεί και νομοθετικά από τώρα για να δίδεται κάθε χρόνο..
Το κακό είναι ότι ενώ τις μειώσεις των συντάξεων ή την κατάργηση των επιδομάτων κάποιων κλάδων την κρίνουν τα δικαστήρια ως μη νόμιμη, τη χορήγηση των κάθε είδους επιδομάτων είτε έχουν σχέση με εισοδηματικά κριτήρια είτε με συγκεκριμένους κλάδους, όσο ανεξέλεγκτα και αν χορηγούνται, κανείς ποτέ δεν πρόκειται να την ματαιώσει ή να την ακυρώσει.
Για να το πούμε με απλά λόγια, κανείς δεν έχει δικαίωμα (αυτό που ονομάζουμε «έννομο συμφέρον») να προσφύγει στα δικαστήρια για την ακύρωση μιας παροχής που δίδεται σε άλλους παρά μόνο αν την αξιώσει και για τον ίδιο, εφόσον βέβαια συντρέχουν οι προϋποθέσεις.
Επειδή βέβαια τα θέματα αυτά είναι πρώτιστα πολιτικά και όχι νομικά, εν προκειμένω ούτε η αντιπολίτευση τολμά, εν όψει εκλογών, να γίνει δυσάρεστη και να ασκήσει κριτική σε ένα μέτρο που δεν δικαιολογείται από τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας σε συνδυασμό με την αδυναμία της να δανειστεί από τις αγορές, αλλά και δεν συνάδει με την εξοντωτική φορολογική επιβάρυνση που επιβάλλει συνεχώς στους πολίτες της.
Και όσο πάμε προς τις εκλογές, ιδιαίτερα αν γίνουν στην απώτατη ημερομηνία του Οκτωβρίου 2019, κανείς δεν ξέρει πόσες ακόμη παροχές ή επιδόματα θα ρίξει στη μάχη η κυβέρνηση, αδειάζοντας σιγά-σιγά το «μαξιλάρι».
Ισως λοιπόν πρέπει η αντιπολίτευση να κάνει μία υπέρβαση και να αντιπαρατεθεί ευθέως σε αυτή την προεκλογική και παλαιοκομματική τακτική, ιδιαίτερα αν επιχειρηθεί να δημιουργηθούν τετελεσμένα που θα δεσμεύσουν ή θα φέρουν σε δύσκολη θέση την επόμενη διακυβέρνηση. Εξάλλου, δεν έχει να φοβηθεί κάτι, έχει καταδειχθεί ότι οι προεκλογικές παροχές δεν διέσωσαν ποτέ καμία καταρρέουσα κυβέρνηση.