Δεν είναι λόγια της στιγμής.
Ούτε θέλω να γαληνέψω την οικογένειά του, τούτες τις δύσκολες ώρες...
Αλλά, τον Στάμο Ζούλα, που «έφυγε» χθες από κοντά μας, θαρρώ πως έχω την τιμή και το προνόμιο να τον θεωρώ όχι μόνο στενό φίλο και συνάδελφο, αλλά τον άνθρωπο που ξεχωρίζω απ’ όλο μας το συνάφι. Και είμαι βέβαιος ότι συμφωνούν όλοι.
Ήρεμος, μετρημένος, φιλικός, διαλλακτικός σ’ όλες τις περιστάσεις. Τις καλές και τις δύσκολες. Το χιούμορ του (ενδημικό στο Ζουλέϊκο...) μοναδικό και αξεπέραστο, ιδίως όταν «κορόϊδευε» τον ίδιο τον Στάμο! Πληθωρικό, πηγαίο, και πάντα ευγενικό και άδολο, ακόμη κι’ όταν το έφθανε στα άκρα.
Τι να πρωτοθυμηθώ απ’ όσα μοιραστήκαμε στην 35χρονη στενή συνεργασία μας, στην σχεδόν καθημερινή (κάποιες εποχές) οικογενειακή παρέα μας, με τα μεταμεσονύχτια δείπνα στο σπίτι στην Κηφισιά, τις πολιτικές διαφωνίες μας, τις πολύ ευγενικές και προσεκτικές παρατηρήσεις του σε κείμενά μου με τα οποία διαφωνούσε-αλλά πάντα δημοσίευε, όντας πάντα στις συνεργασίες μας ο «πιο πάνω»!
Ο σεβασμός του χειρογράφου και των απόψεων των συνεργατών του (διευθυντής και σύμβουλος έκδοσης... άπειρα χρόνια στην «Καθημερινή», διευθυντής και ... συνιδρυτής στον «9,84», διευθυντής στην παλιά καλή «Βραδυνή») ήταν το χαρακτηριστικό του. Ήταν πάντα διευθυντής των δημοσιογράφων, και πάντα συνάδελφος μέχρι και τον τελευταίο μαθητευόμενο. Και, λυπάμαι που θα το πω, ένας από τους ελάχιστους διευθυντές που γνώρισα, ο οποίος βόλταρε στα γραφεία και είχε πάντα εύκολο και από καρδιάς το «μπράβο» για την δουλειά του καθενός. Όσο και το ήρεμο και τεκμηριωμένο «κατσάδιασμα» σε τυχόν φάουλ και προχειρότητες.
Αλλά, αυτή η εικόνα του «Σταμούλη», είναι κοινή στον χώρο της δημοσιογραφίας. Εγώ κρατώ (και θα πορεύομαι...) με τις άλλες, τις «δικές» μας. Την αναμονή μας στην τράπεζα να πάρουμε το επίδομα ανεργίας (όταν τα σπάσαμε με τον Κοσκωτά, γιατί ο Στάμος διαφώνησε με την πολιτική που ήθελε να περάσει ο «εκδότης»), και τον Στάμο να σκύβει και να μου λέει γελαστά, « ρε συ, με τις χρυσές καδένες των κλειδιών να κρέμονται (είχαμε και οι δύο!), θα μας πάρουν με τις πέτρες! Την άλλη φορά, να... τις βγάζουμε!»
Την μανία μας για τ’ αυτοκίνητα (και την ταχύτητα...), τις μεταμεσονύκτιες «κόντρες» μας στην «Εθνική», την συγκινητική και πηγαία χαρά του όταν αγόρασα το σπίτι μου (μου είχε ζητήσει να το δει «γιαπί» πριν μπούμε μέσα), τα ατέλειωτα παιχνίδια του στον κήπο στην Κηφισιά με τον μικρό μου γιο. Τον είχε τρελάνει, όταν «ανακάλυψε» ότι ήταν... μάγος, και τον έβαζε να φωνάζει «Φώτα», κι’ αυτός με το τηλεκοντρόλ στο χέρι έβαζε τα «αλάρμ» στο αυτοκίνητό του!
Τα... ψαρέματα μας με ψαροντούφεκο στον Αστακό, τον τόπο καταγωγής του, όταν μείναμε άνεργοι (για λίγο, ευτυχώς...) τις κόντρες μας για το ποιος από του δύο είναι... καλύτερος μάγειρας, τις επισκέψεις μας στην Κεντρική Αγορά (ήταν φανατικός!) για προμήθειες-ιδίως ψάρι!
Πέρα από την καλοσύνη και την ευγένειά του, τον επαγγελματισμό και την μανία του στην δουλειά, αν κάτι «σφραγίζει» τον Στάμο, είναι το αξεπέραστο χιούμορ του. Γυρνούσε από το εξοχικό του στο Καμάρι, με ένα ψυγειάκι γεμάτο... ψάρια στον πάγο, από τις διήμερες αλιευτικές εξορμήσεις του, στο κάθισμα του συνοδηγού. Και τρέχοντας στην παλιά- σκοτώστρα «εθνική» Κορίνθου- Πατρών, με... 220 χλμ! Μετά από τα διόδια, τον «τσίμπησαν».
«Αδεια και δίπλωμα» του είπε ο τροχονόμος, με τον Στάμο να λέει με τρεμάμενη φωνή, «κλείσε με και φυλακή, αλλά άσε με να φύγω, πρέπει σε μισή ώρα να είμαι Αθήνα, μεταφέρω...όργανα για μεταμόσχευση!», δείχνοντας του το ψυγειάκι με.. τα χταπόδια και τις κουτσομούρες! «Ανοίξτε το...» αντιπρότεινε δύσπιστα ο τροχονόμος, απέναντι σ’ ένα Στάμο... αμείλικτο και απειλητικό: Να το ανοίξω, ευχαρίστως, αλλά θα είσθε υπεύθυνος για την αλλοίωση που θα υποστούν τα αεροστεγώς σφραγισμένα μοσχεύματα!» Και προ ενός τέτοιου... κινδύνου, ο αστυνομικός χαιρέτισε και τον άφησε να φύγει!
Στην επαγγελματική του σταδιοδρομία (πάνω από 6Ο χρόνια!) είχε κατακτήσει την εμπιστοσύνη πολιτικών και πολιτικών αρχηγών όλων των παρατάξεων, που τον σέβονταν για την ακεραιότητα του, το ότι ήξερε να τιμά το “off the record”, και ποτέ δεν έπαιζε «παιχνίδια». Η απλή αναφορά του ονόματός του, άνοιγε όλες τις πόρτες.
Θεράπων της ελληνικής γλώσσας, είχε πάντα δίπλα του στο γραφείο... τον Μπαμπινιώτη, και λεξικά ετυμολογίας, συνωνύμων και αντιθέτων, που τα συμβουλευόταν ευλαβικά. Όταν είχε κάποιο δισταγμό για μια ορισμένη λέξη ή έκφραση, δεν δίσταζε να βγει «στην γύρα» στα γραφεία ζητώντας βοήθεια. Και στα «δύσκολα» κείμενά του, ζητούσε την γνώμη συναδέλφων του που εκτιμούσε, «αν βγαίνει», «μήπως είναι σκληρό και άδικο».
Αυτόν το Στάμο θα κρατήσω μέσα μου. Τον φίλο, τον συνάδελφο, τον «κολλητό» σε καλές και άσχημες καταστάσεις. Τον Στάμο που μου...έκανε μούτρα, χαμογελαστά, όταν κατάλαβε πως την συχνή επαφή και την φιλία μας την είχα... μεταλαμπαδεύσει στην όμορφη σχέση μου με τον «μικρό» του γιο, τον Κωνσταντίνο.
Τα δυο τελευταία χρόνια, ταλαιπωρήθηκε πολύ με την υγεία του. Μπαινόβγαινε σε νοσοκομεία και χειρουργεία, έγινε αδύναμος. Κλείστηκε σπίτι, σχεδόν από τους φίλους του, μ’ ένα αίσθημα περηφάνειας και αυτοσεβασμού, που δεν επέτρεπε τον οίκτο των γύρω του. Στην μεγάλη εγχείρηση, ξενυχτήσαμε με την Χρύση, την γυναίκα του, τον Κωνσταντίνο, τον αδερφό του Ανδρέα και την Μαίρη. Δεν τον ξαναείδα. Δεν ήθελε. Αλλά χαιρόταν όταν του έστελνα φιλιά και περαστικά με τον Κωνσταντίνο ή την Χρύση. Ήταν ένα άρχοντας με τα όλα του...
Στάμο, θα... τα ξαναπούμε! Μέχρι τότε, θα τα λέω με την Χρύσα, τον Κωνσταντίνο, την μικρή Χρύση, την εγγονή που λάτρευες. Και είμαι σίγουρος, πως εκεί πάνω θα τους τρελάνεις όλους με το χιούμορ σου...