Κοινός τόπος στις συζητήσεις δικηγόρων είναι ο προβληματισμός εάν η κυβέρνηση επιχειρεί να ποδηγετήσει τις συνειδήσεις ορισμένων Εισαγγελέων και Δικαστών σε εκκρεμείς υποθέσεις με έντονο πολιτικό πρόσημο, με προφανή στόχευση να επηρεάσει το εκλογικό σώμα, που δικαιολογημένα είναι ευαίσθητο σε θέματα πολιτικής διαφθοράς.
Απάντηση τεκμηριωμένη σε αυτό το εξόχως θεσμικό ερώτημα οι μόνοι που μπορούν να δώσουν είναι οι ίδιοι οι Εισαγγελείς και οι Δικαστές, με τις διατάξεις και τις αποφάσεις τους, όταν κληθούν να χειριστούν υποθέσεις με πολιτικό αποτύπωμα.
Δημοσιογραφικά επανέρχεται στο προσκήνιο η γνωστή υπόθεση Novartis, όπου τρεις μάρτυρες, απρόσωποι με μάσκα, θωρακισμένοι με ποινική ασυλία για τα αδικήματα της ψευδορκίας, της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμισης κατέθεσαν για ακούσματα και φήμες της αγοράς – χωρίς στοιχεία – ότι η Novartis δωροδόκησε με τροχήλατες βαλίτσες και πολύχρωμα χαρτονομίσματα κορυφαία πρόσωπα της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας του τόπου.
Ο Εισαγγελέας Διαφθοράς, που διενεργεί προκαταρκτική εξέταση για την υπόθεση Novartis, αν εντοπίσει σε λογαριασμούς πολιτικών χρήματα που συνδέονται – με τραπεζική πιστοποίηση και όχι με αυθαίρετη νομική κατασκευή –με τη Novartis, οφείλει άμεσα να ασκήσει δίωξη σε βάρος τους για το κακούργημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (Ν.3691/08, προβλεπόμενη ποινή έως 20 χρόνια κάθειρξη) και η κοινωνία θα τον αγκαλιάσει και εγώ πρώτος.
Αν όμως δεν βρεθούν καταθετικοί λογαριασμοί και επιχειρηθεί να νεκραναστηθεί νομικά το αδίκημα της δωροληψίας, στηριζόμενο σε άσαρκες αποδεικτικά και «τροχήλατες» καταθέσεις, τότε – με το θάρρος της επιστημονικής μου γνώμης – θα έχει συντελεστεί ένα νομικό ανοσιούργημα, που θα σκορπίσει πυκνά σύννεφα καχυποψίας.
Στηρίζω την άνω άποψή μου όχι μόνο στην αφόρητη ένδεια ουσιαστικών αποδείξεων, αλλά και στην πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, που δεν αφήνει στους εφαρμοστές του δικαίου περιθώρια απόδρασης από τις αποφάσεις του, που οριοθετούν την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών κανόνων.
Συγκεκριμένα – σε απλή γλώσσα – για να υπάρχει το υπηρεσιακό αδίκημα της δωροληψίας πολιτικών Αξιωματούχων, Δικαστών, Δημοσίων Υπαλλήλων πρέπει αυτοί στο πλαίσιο και κατά την ενάσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων τους να απαιτούν – αξιώνουν χρηματικά ανταλλάγματα κ.λπ. (διαχρονικά σχετικές αποφάσεις Αρείου Πάγου 707/78, 1346/83, 121/90, 677/07, 181/15, 1534/16, 171/17 και εκατοντάδες άλλες).
Στην υπόθεση της Novartis, επειδή τα καταγγελλόμενα από τις κουκούλες πρόσωπα έχουν διατελέσει Πρωθυπουργοί και Υπουργοί, κατά το άρθρο 86 του Συντάγματος, μόνη η Βουλή μπορεί να τους διώξει ποινικά. Αν η Βουλή δεν ασκήσει ποινική δίωξη μέσα στην προθεσμία των δύο τακτικών συνόδων της Βουλευτικής περιόδου, που αρχίζει με την τέλεση του αδικήματος, τότε εξαλείφεται το αξιόποινο του τυχόν τελεσθέντος εγκλήματος. Διαφωνώ με το άνω άρθρο 86 του Συντάγματος, αλλά μέχρι να καταργηθεί ισχύει, γιατί αυτό σημαίνει κράτος Δικαίου.
Στην προκειμένη – λοιπόν – περίπτωση της Novartis, σύμφωνα και με το Βούλευμα 1/2011 του Δικαστικού Συμβουλίου του άρθρου 86 του Συντάγματος, που αποτελείται από Αρεοπαγίτες και Συμβούλους Επικρατείας, έχει εξαλειφθεί το αξιόποινο της δωροληψίας Υπουργών, δηλαδή δεν υπάρχει στον νομικό κόσμο, γιατί παρήλθε άπρακτη η αποσβεστική προθεσμία άσκησης ποινικής δίωξης από τη Βουλή. Υφίσταται όμως ενεργό το φοβερό αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων (ξέπλυμα), που στέλνει για πάρα πολλά χρόνια στη φυλακή όσους το έχουν τελέσει, όπως προαναφέρω.
Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Βουλής – όμως – περιφρόνησε την πάγια και αδιάλειπτη νομολογία του Αρείου Πάγου και ουσιαστικά αποφάσισε ότι υφίσταται η δωροληψία των Υπουργών, γιατί αυτή τελείται και «επ’ ευκαιρία των καθηκόντων τους», καταλύοντας έτσι τον υπηρεσιακό χαρακτήρα της με καθαρά πολιτική επιχειρηματολογία και επέστρεψε τη δικογραφία Novartis στον Εισαγγελέα Διαφθοράς για τα περαιτέρω. Οι χειροπέδες είναι πλούσιο κοίτασμα ψηφοθηρίας.
Ο Εισαγγελέας Διαφθοράς θα κληθεί –πλέον – να επιλέξει ανάμεσα στην αμερόληπτη και απρόσωπη νομολογία του Αρείου Πάγου και του Δικαστικού Συμβουλίου του Συντάγματος και στην πολιτική απόφαση της τρέχουσας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Η επιλογή του θα σηματοδοτήσει τη ρευστοποίηση ή όχι των διαχωριστικών γραμμών μεταξύ Εκτελεστικής και Δικαστικής Εξουσίας.