Ακόμη και αν συμφωνεί κανείς με το περιεχόμενο της συμφωνίας των Πρεσπών ή και με τον (συνοπτικό) τρόπο έγκρισής της από την πλευρά της Ελλάδας, χωρίς δηλαδή τη διενέργεια δημοψηφίσματος και μόνο με την υποβολή της στη βουλή, δεν μπορεί να μη σταθεί σε αρκετά σημαντικά ζητήματα που προέκυψαν ή αναδείχθηκαν από την υπογραφή της συμφωνίας και μετά.
Αν ξεκινήσουμε με την παραδοχή ότι η συμφωνία αυτή είναι σε ένα βαθμό υποχώρηση της χώρας από την πάγια εθνική θέση των τελευταίων δεκαετιών ότι δεν πρόκειται να δεχθεί ονομασία των Σκοπίων που θα περιέχει τη λέξη Μακεδονία, είναι τουλάχιστον παράδοξο ότι, όπως καταγγέλθηκε, πιθανότατα χρησιμοποιήθηκαν μυστικά κονδύλια του υπουργείου Εξωτερικών για τη δημιουργία των προϋποθέσεων αποδοχής της συμφωνίας είτε στο εσωτερικό της Ελλάδας είτε οπουδήποτε αλλού. Δύσκολα θα μπορούσε να υπάρξει πειστική εξήγηση που να δικαιολογεί τη δραστηριοποίηση της ελληνικής διπλωματίας ως χορηγού επικοινωνίας των Σκοπίων με χρήματα του προϋπολογισμού ενός υπουργείου, δηλαδή των ελλήνων φορολογουμένων.
Είναι σαφές ότι το κίνητρο για την εσπευσμένη επίλυση στην παρούσα φάση του χρονίζοντος ζητήματος του ονόματος το είχε και το έχει η γειτονική χώρα που επιθυμεί την ένταξή της στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε. Η Ελλάδα ανταποκρίθηκε σε αυτή την αναγκαιότητα των Σκοπίων και των Διεθνών Οργανισμών παρεκκλίνοντας από την εθνική θέση της και συμβιβαζόμενη. Δεν είναι καθόλου εύλογο ότι θα έπρεπε να ενεργοποιήσει και την μυστική διπλωματία της για να προωθήσει την υλοποίηση της υποχώρησής της ούτε θα μπορούσε να θεωρηθεί δικό της καθήκον και δική της ευθύνη αυτή η αποστολή.
Το λογικό και αυτονόητο θα ήταν τις διαδικασίες αυτές να τις επωμισθούν η γειτονική χώρα, η Ατλαντική Συμμαχία και η Ε.Ε. εφόσον αυτοί έχουν λόγους να επιθυμούν την υλοποίηση της υπογραφείσας συμφωνίας.
Η μείζων συμβολή της Ελλάδας και η βοήθεια που παρείχε προς τη γείτονα χώρα αλλά και προς τους Οργανισμούς στους οποίους συμμετέχει και η ίδια, είναι η σύμπραξή της στη σύναψη της συμφωνίας.
Περαιτέρω, η σημαντική συνεισφορά της στην υλοποίηση αυτής της συμφωνίας είναι η απόφαση της κυβέρνησης (ως μη όφειλε) να μην κινήσει τις διαδικασίες για να θέσει τη συμφωνία στην έγκριση του ελληνικού λαού με δημοψήφισμα, μολονότι πρόκειται αναμφίβολα για «κρίσιμο εθνικό θέμα», σύμφωνα με την πρόβλεψη του Συντάγματος (άρθρο 44 παραγρ. 2).
Η κίνηση αυτή της Ελλάδας δεν έχει αξιολογηθεί αναλόγως και μόνο αυτονόητη δεν ήταν όχι απλά συγκρινόμενη με την αντίστοιχη στάση της ΠΓΜΔ, αλλά και με δεδομένο ότι σύμφωνα με όλες τις μετρήσεις, η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών (που υπερβαίνει τα 2/3 των ερωτώμενων) διαφωνεί με την υπογραφείσα συμφωνία.
Εκτός όμως από το θέμα της πιθανής ενεργοποίησης μυστικών κονδυλίων που οδήγησε σε παραίτηση τον υπουργό εξωτερικών και πέραν του πολύ σοβαρού ζητήματος του ποιοί ήταν οι τελικοί αποδέκτες αυτών των κονδυλίων, υπήρξαν πρόσφατα δημοσιεύματα από το σύνολο του τύπου που αναφέρονταν σε καταγγελίες από τον υπουργό Αμυνας κατά την τελευταία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου για την παράδοση από ξένο παράγοντα προς το υπουργείο Εξωτερικών ποσού πενήντα εκατομμυρίων ευρώ για τη διοχέτευσή του προς τους εμπλεκόμενους με την υλοποίηση της συμφωνίας.
Η δήλωση αυτή τροποποιήθηκε βέβαια στη συνέχεια με καθυστέρηση αρκετών ημερών παρά τη μεγάλη δημοσιότητα που έλαβε εξαρχής, χωρίς να έχει υπάρξει μέχρι τώρα πρόθεση διερεύνησης του θέματος ούτε από τη δικαιοσύνη ούτε βέβαια από την κυβέρνηση παρά το επίμονο αίτημα της αντιπολίτευσης, η οποία πάντως μέχρι στιγμής περιορίσθηκε σε δηλώσεις και όχι σε κάποια θεσμική ενέργεια είτε με τη μορφή έγγραφης αναφοράς προς τη δικαιοσύνη (που θα την έθετε προ των ευθυνών της ακόμη και αν τοποθετούσε την αναφορά στο αρχείο) είτε με κάποια από τις προβλεπόμενες κοινοβουλευτικές διαδικασίες ελέγχου της δράσης της κυβέρνησης.
Διαφωτιστική ως προς όλα τα παραπάνω θέματα θα ήταν πιθανότατα η αποκάλυψη του περιεχομένου της πρόσφατης επιστολής παραίτησης του υπουργού εξωτερικών προς τον πρωθυπουργό, ο οποίος όμως αρνείται να το πράξει παρά την διατυπωθείσα επιθυμία του συντάκτη της επιστολής και την επίμονη απαίτηση της αντιπολίτευσης.
Με όλα αυτά έχει εμπεδωθεί σιγά-σιγά στην κοινή γνώμη η πεποίθηση ότι η χώρα είναι ταγμένη ή και καταδικασμένη να ανταποκρίνεται σε κελεύσματα που επιτάσσουν οι διεθνείς ισορροπίες και μάλιστα με υπερβάλλοντα κάθε φορά ζήλο που φτάνει και σε σημείο να παραβλέπει και να παραμερίζει τις θεσμικές προβλέψεις του Συντάγματος και των νόμων της.
Το χειρότερο όμως είναι ότι η δυσάρεστη αυτή κατάσταση δεν έχει αντίκτυπο μόνο στην τωρινή κυβέρνηση ούτε έχει συγκυριακό χαρακτήρα, αλλά αγγίζει ολόκληρο το πολιτικό σύστημα και όχι μόνο αυτό, αφού έχει αναφορά και σε θεσμούς του πολιτεύματος όπως η δικαιοσύνη ή και το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης ακόμη (πρόσφατες είναι οι απειλές ποινικών διώξεων για μέσα που έκαναν αναφορά σε πιθανούς αποδέκτες των μυστικών κονδυλίων).
Ανεξάρτητα από το περιεχόμενο της συμφωνίας των Πρεσπών και πέρα από την ολοκλήρωση ή μη των διαδικασιών υλοποίησής της, όλες αυτές οι παρεπόμενες νοσηρές πτυχές της, είναι ουσιαστικά η μεγαλύτερη παθογένεια, το μεγαλύτερο πλήγμα όχι μόνο στην εθνική αξιοπρέπεια, αλλά και στην ποιότητα της δημοκρατίας μας.