Αναμενόμενες και καθιερωμένες είναι οι αναταράξεις στην οικονομία κάθε φορά που πλησιάζουμε προς τη λήξη της τετραετίας, είτε επειδή η υφιστάμενη κυβέρνηση ακολουθεί φιλολαϊκή πολιτική παροχών αψηφώντας τις επιπτώσεις της στα μεγέθη της οικονομίας είτε επειδή προκαλείται ανησυχία από την πιθανολογούμενη άνοδο στην εξουσία μιας νέας κυβέρνησης.
Προς το τέλος του 2014 και διαρκούντος του κρίσιμου δεύτερου μνημονίου, το μέγεθος που επηρέαζε περισσότερο τις οικονομικές εξελίξεις και τις σχέσεις της χώρας με την τότε τρόικα, ήταν η πολιτική σταθερότητα και ειδικότερα η αβεβαιότητα ως προς τη δυνατότητα της βουλής να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας στις αρχές του 2015.
Η διαφαινόμενη αδυναμία για εκλογή ΠτΔ με την απαιτούμενη από το Σύνταγμα πλειοψηφία των 180 ψήφων καθιστούσε αναπόφευκτες τις πρόωρες εκλογές και κατά συνέπεια την πιθανολογούμενη, αν όχι βέβαιη, με βάση και τα ποσοστά που καταγράφηκαν στις ευρωεκλογές του Μαϊου του 2014, επικράτηση του Συριζα σε αυτές.
Μόνο που το 2014 το πολιτικό πρόβλημα της χώρας που δυσχέραινε την εξεύρεση οριστικής λύσης για όλες τις εκκρεμότητες του δεύτερου μνημονίου, δεν ήταν η τότε διακυβέρνηση αλλά η επόμενη και η ανησυχία ότι επίκειται η άνοδος στην εξουσία ενός κόμματος με έντονα αντιευρωπαϊκά χαρακτηριστικά και με αβέβαιη την ανταπόκρισή του στις μνημονιακές υποχρεώσεις που είχε αναλάβει η χώρα, γεγονός που δυστυχώς επιβεβαιώθηκε κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015.
Σήμερα πια, μετά τη λήξη και της τρίτης δανειακής σύμβασης που προέκυψε από τη συνθηκολόγηση του Συριζα το καλοκαίρι του 2015 και μετά την διαλαλούμενη από την κυβέρνηση οριστική έξοδο από τα μνημόνια, όχι μόνο δεν φαίνεται να γυρίσαμε σελίδα, αλλά το οικονομικό περιβάλλον επιδεινώνεται, κόντρα στην πρόσφατη κυβερνητική θριαμβολογία.
Το επιτόκια των ελληνικών ομολόγων αντί να αποκλιμακώνονται αυξάνονται σε απαγορευτικά επίπεδα για προσφυγή στις αγορές, το χρηματιστήριο με επίκεντρο μάλιστα τις μετοχές των τραπεζών καταγράφει ως προς τον γενικό δείκτη σημαντική πτώση περίπου 15% υπολογιζόμενη από το ξεκίνημα του 2018 το οποίο αποτελεί αρνητικό ρεκόρ σε σχέση με όλα τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια και οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης αντιμετωπίζουν τις εξελίξεις στην Ελλάδα με καχυποψία και επιφύλαξη, αναβάλλοντας τις αξιολογήσεις τους και διαψεύδοντας τις προσδοκίες για αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας που θα άνοιγε τον δρόμο του δανεισμού της από τις αγορές. Σε όλες μάλιστα τις εκθέσεις τους επισημαίνουν ότι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα είναι η πολιτική αβεβαιότητα και η ανησυχία ότι η κυβέρνηση ενόψει των επόμενων εκλογών του 2019 δεν θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της και θα ακολουθήσει πολιτική παροχών και δημοσιονομικής χαλάρωσης.
Είναι πια φανερό ότι οι πολιτικές εξελίξεις και το κρίσιμο στοιχείο της πολιτικής σταθερότητας - όχι με την έννοια της ύπαρξης μιας κυβέρνησης που έχει απλά την εμπιστοσύνη της βουλής, αλλά μιας κυβέρνησης που έχει τη βούληση και τη δυνατότητα να υλοποιήσει απαρέγκλιτα και αδιατάρακτα μία συμφωνημένη πολιτική - έχουν άμεση επίπτωση στην οικονομία και στην προοπτική της χώρας να ανακάμψει. Γιατί τώρα, σε αντίθεση με το 2014, ο παράγων της αβεβαιότητας και της αστάθειας δεν είναι μια μελλοντική κυβέρνηση που πιθανότατα θα προκύψει από τις προσεχείς εκλογές, αλλά η υφιστάμενη κυβέρνηση και οι παλινωδίες της ως προς την εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής για την οποία έχει δεσμευτεί όχι μόνο προς τους δανειστές αλλά (εν τοις πράγμασι) και προς τις αγορές.
Με άλλα λόγια, το πρόβλημα τώρα δεν είναι οι εξελίξεις που θα προκύψουν μετά τις εκλογές, όπως ήταν το 2014, αλλά οι συνθήκες που θα διαμορφωθούν πριν από τις εκλογές και μέχρι να φτάσουμε σε αυτές.
Και ναι μεν η κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα αλλά και την θεσμική κυριαρχία να αποφασίσει για τα επιμέρους μέτρα που θα υλοποιήσει προκειμένου να επιτύχει τους στόχους για τους οποίους έχει δεσμευτεί συμβατικά ή νομοθετικά, πλην όμως τον τελευταίο λόγο σε αυτό δεν τον έχουν μόνο οι δανειστές, αλλά και οι αγορές χρήματος που καθορίζουν τη στάση τους βασιζόμενες κάθε φορά στις εκθέσεις των οίκων αξιολόγησης.
Εξάλλου, η όποια συναίνεση ή ανοχή των δανειστών σε κυβερνητικά μέτρα που παρεκκλίνουν από τα αρχικά συμφωνηθέντα, όπως για παράδειγμα η φημολογούμενη συγκατάβασή τους στην επ’ αόριστον αναβολή της εφαρμογής της μείωσης των συντάξεων, δεν είναι δεδομένο ότι θα αξιολογηθούν θετικά από τις αγορές, για να μπορέσει η χώρα να επιστρέψει στην κανονικότητα καλύπτοντας τις δανειακές ανάγκες της με χαμηλά επιτόκια.
Οσο λοιπόν η τωρινή κυβέρνηση δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς τις προθέσεις της για την οικονομική πολιτική που θα εφαρμόσει μέχρι τις εκλογές, τόσο θα επιδεινώνεται το κλίμα, το οποίο τελικά δεν θα έχει επίπτωση μόνο στην επόμενη κυβέρνηση που θα κληθεί να το διαχειρισθεί, αλλά θα το λουστεί και η τωρινή, αφού το κακό οικονομικό περιβάλλον και η δυσχέρεια της χώρας να ανακάμψει και να βγει στις αγορές θα επικαλύψουν το όποιο success story της εξόδου από τα μνημόνια.
Είναι δε σαφές ότι ουσιαστική και οριστική έξοδος από τα μνημόνια θα επιτευχθεί όταν η χώρα θα έχει τη δυνατότητα να δανειστεί με χαμηλά επιτόκια και όχι με τα σημερινά που καθιστούν αποτρεπτική κάθε σκέψη για έξοδό της στις αγορές.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ενώ το 2014 όσο πλησίαζαν οι εκλογές η αβεβαιότητα μεγάλωνε, τώρα αυτό συμβαίνει και θα συνεχίσει να συμβαίνει όσο αργούν οι εκλογές.