Αν το καλοσκεφτεί κανείς, η Αριστερά υπήρξε διαχρονικά ένας μοχλός πίεσης που έκανε τις μειοψηφικές ιδέες πλειοψηφία.
Μιλάμε, φυσικά, για τη μη κομμουνιστική Αριστερά, όπως αυτή εξελίχθηκε στον δυτικό κόσμο μεταπολεμικά και, ουσιαστικά, τον έκανε καλύτερο.
Καλύτερο με την έννοια ότι «εξανθρώπιζε» ένα συντηρητικό σύστημα διακυβέρνησης, το οποίο για να επιβιώσει πολιτικά μοίραζε ελευθερίες, δικαιώματα και πλούτο στις (δυτικές) κοινωνίες.
Ο Ψυχρός Πόλεμος «ανάγκασε» τις δυτικές κυβερνήσεις, προκειμένου να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις (δήθεν) σοσιαλιστικές δημοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης, να οικοδομήσουν το κοινωνικό κράτος και να δημιουργήσουν μια ευημερούσα μεσαία τάξη.
Διαφορετικά, διέτρεχαν τον σοβαρό κίνδυνο να πέσει όλη η Ευρώπη στα χέρια των Σοβιετικών, που πούλαγαν φύκια για μεταξωτές κορδέλες.
Στην Ελλάδα, η Αριστερά είχε διαφορετική διαδρομή απ’ ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, ένα από τα πιο σκληρά σταλινικά μορφώματα του πλανήτη, προσδεδεμένο χειροπόδαρα στη Μόσχα, ονειρευόταν μια Ελλάδα στα πρότυπα του Ενβέρ Χότζα, ενώ η ηγεσία του, αποδεδειγμένα, λειτουργούσε σχεδόν ως πέμπτη φάλαγγα των Σοβιετικών.
Ο Εμφύλιος Πόλεμος δεν άφησε περιθώρια εκσυγχρονισμού στην ελληνική Δεξιά, η οποία είχε διαπράξει εγκληματικά λάθη προπολεμικά, σπρώχνοντας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μαζικά, τους Έλληνες στο ΕΑΜ.
Ο ελευθεριάζων σπόρος του φιλελευθερισμού δεν έπιασε ποτέ στο χωράφι της ελληνικής Αριστεράς, που ζούσε κάτω από τον βαρύ και απειλητικό ίσκιο του κομμουνιστικού κινήματος.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο ευρωκομμουνισμός είχε μια περιθωριακή απήχηση στη χώρα μας. Όπως και όλες οι ελευθεριάζουσες συνιστώσες της Αριστεράς που ανθούσαν στην Ευρώπη, στην Ελλάδα δεν μπόρεσαν να φυτρώσουν ποτέ.
Η Ελλάδα δεν έζησε ποτέ τον Μάη της για τον απλούστατο λόγο ότι η ελληνική Αριστερά υπήρξε βαθύτατα συντηρητική, βαθύτατα «συστημική» και ουσιαστικά αναλφάβητη φιλοσοφικά και πολιτισμικά.
Οι παλαιότεροι θα θυμούνται τι έλεγαν και τι έγραφαν τη δεκαετία του ‘70 και του ‘80 κάποιοι από τους σημερινούς υπουργούς της κυβέρνησης Τσίπρα.
Ακόμα και η γενιά του Τσίπρα που σπούδασε στο εξωτερικό, ουσιαστικά έζησε σε ένα πολιτισμικό μπούνκερ, αρνούμενη να έρθει σε επαφή με ό,τι τη φόβιζε. Ουσιαστικά, αυτή η γενιά γύρισε πίσω στην Ελλάδα πιο φοβική και φανατισμένη απ’ ό,τι όταν έφυγε.
Λέγαμε, λοιπόν, ότι η Αριστερά, ως αντιπολίτευση, στον δυτικό κόσμο λειτούργησε «απελευθερωτικά» για τις κοινωνίες, επιβάλλοντας το (ανθρωπιστικό) αξιακό της σύστημα.
Η κατάργηση της θανατικής ποινής στη Γαλλία με τον νόμο Μπανταντέρ το 1981, μια τεράστια σε συμβολισμό μεταρρύθμιση, προετοιμάστηκε ιδεολογικά από την Αριστερά είκοσι ολόκληρα χρόνια και χρειάστηκε μεγάλος αγώνας για να γίνει αποδεκτή από το κοινωνικό σώμα. Σήμερα, ακόμα και η Λεπέν δεν τολμά να ζητήσει την επαναφορά της στο δικαιικό σύστημα της χώρας.
Το μεγάλο πρόβλημα της Αριστεράς ήταν, ωστόσο, οι ικανότητές της στην (κυβερνητική) διαχείριση.
Ο Μιτεράν που υπήρξε (διαπρεπής) αντικομμουνιστής κυβέρνησε για δύο χρόνια με τους κομμουνιστές, μέχρι που έριξε τη χώρα στα βράχια και αναγκάστηκε να αλλάξει πλήρως ρότα. Το κύμα κρατικοποιήσεων του ‘81 ακολουθήθηκε από μια άνοιξη ιδιωτικοποιήσεων.
Ουσιαστικά, στην Ελλάδα -και με άλλους όρους- ζούμε τη μετάλλαξη της Αριστεράς από κόμμα διαμαρτυρίας σε κόμμα διαχείρισης και ουσιαστικά πληρώνουμε τα (ακριβά) δίδακτρα για να μάθει τη δουλειά ο Αλέξης.
Η μετάλλαξη αυτή προϋποθέτει, εκτός των άλλων, και έναν στυγνό κυνισμό (για να το πούμε ευγενικά), κάτι που διέθετε ανέκαθεν η ελληνική Αριστερά.
Προφανώς, για τη χώρα η μετάλλαξη αυτή είναι ευεργετική, αφού ο Τσίπρας Νο 4 (στην κλίμακα της ΑΔΔΑ: Αντιπολίτευση 1 -Δημοψήφισμα - Διακυβέρνηση - Αντιπολίτευση 2) που έρχεται θα ξέρει πλέον γιατί μιλάει και άρα θα είναι πυλώνας της μεταμνημονιακής Ελλάδας.
Για τον ίδιο είναι, ωστόσο, ένα μεγάλο ρίσκο. Αν θα μπορέσει, δηλαδή, να μείνει μέσα στα σαλόνια με όλους αυτούς τους διανοητικά απόκληρους που εκπροσωπεί.