«Ο Τζον Μακέιν και εγώ, ανήκαμε σε διαφορετικές γενιές, προερχόμασταν από εντελώς διαφορετικούς κόσμους και βρεθήκαμε αντίπαλοι στον πολιτικό στίβο. Μοιραζόμασταν όμως παρά τις διαφορές μας την πίστη σε κάτι ανώτερο, τα ιδανικά για τα οποία γενιές Αμερικάνων και μεταναστών αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν, Αντιμετωπίσαμε τις πολιτικές μας διαμάχες ως ένα προνόμιο. Κάτι το ευγενές, μια ευκαιρία να υπηρετήσουμε τα υψηλά ιδανικά μας στην πατρίδα μας και να τα προωθήσουμε σε όλο τον κόσμο. Είδαμε τη χώρα μας ως ένα τόπο, όπου το καθετί μπορεί να συμβεί και θεωρήσαμε πατριωτική μας υποχρέωση να διασφαλίσουμε ότι αυτό θα παραμείνει για πάντα αναλλοίωτο».
Με αυτά τα λόγια ο Μπάρακ Ομπάμα αποχαιρέτησε τον Ρεπουμπλικάνο Γερουσιαστή και αντίπαλο του στις προεδρικές εκλογές του 2008 Τζον Μακέιν, που πέθανε πρόσφατα σε ηλικία 81 ετών. Ο Τζον Μακέιν δεν άνηκε στους μετριοπαθείς Ρεπουμπλικάνους και ήταν εκείνος που αφού κέρδισε το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος για τις προεδρικές εκλογές, επέλεξε για αντιπρόεδρό του την αλήστου μνήμης Σάρα Πέιλιν, συνδεδεμένη με το υπερσυντηρητικό κόμμα του τσαγιού, το γνωστό Τea Party.
Πράγματι οι δυο άνδρες προέρχονταν κυριολεκτικά από διαφορετικούς κόσμους και κοσμοθεωρίες.
Αυτή η διαφορετικότητα άλλωστε κυρίως ως προς την ιδεολογική και πολιτική συγκρότηση και ταυτότητα και δευτερευόντως ως προς την αφετηρία τους συμπύκνωνε το περιεχόμενο της πολιτικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στο Δημοκρατικό και το Ρεπουμπλικανικό κόμμα και τους υποψηφίους τους.
Οι διαφωνίες των δύο υποψηφίων προέδρων υπήρξαν μεγάλες και οι συγκρούσεις τους σκληρές. Παρά το γεγονός αυτό τα λόγια του Ομπάμα δεν συνιστούν έναν διεκπεραιωτικό επικήδειο. Αντανακλούν ένα συγκεκριμένο πολιτικό ήθος που αντιστοιχεί σε μεγάλους ηγέτες, αυτούς που οι αγγλοσάξονες αποκαλούν statesmen.
Η αναγνώριση στο πρόσωπο του πολιτικού σου αντιπάλου της υπηρέτησης ενός υπέρτερου κοινού ιδεώδους, το οποίο ενώνει όλο το έθνος, δεν συνιστά έκφραση τυπικής ευγένειας. Αποτελεί πολιτική πράξη που υπηρετεί την ενότητα του έθνους και των πολιτών, οριοθετεί την πολιτική αντιπαράθεση και διαπαιδαγωγεί την κοινωνία.
Έχει ενδιαφέρον να αντιπαραβάλλουμε αυτό το υπόδειγμα πολιτικού ήθους και λόγου ενός μεγάλου ηγέτη, με το πρόσφατο διάγγελμα ενός Πρωθυπουργού που σύμφωνα με Υπουργό του είναι μικρός, μόλις 44 ετών!
Ένα διάγγελμα το οποίο ενώ ο Πρωθυπουργός απηύθυνε με αφορμή «το τέλος των μνημονίων και την αρχή της νέας πορείας της χώρας» ήταν ένα διάγγελμα ακραίου διχασμού και πόλωσης .Ένα διάγγελμα μίσους και λάσπης για τους αντιπάλους. Ένα διάγγελμα προς τους οπαδούς του και όχι προς τον ελληνικό λαό. Ένα διάγγελμα με το οποίο για άλλη μια φορά επεδίωξε να παρουσιάσει τους πολιτικούς του αντιπάλους ως κλέφτες, και προδότες σε αντιδιαστολή με τους έντιμους και πατριώτες πολιτικούς της κυβέρνησής του. Ένα διάγγελμα που εμπεριείχε υποδόρια σε κάθε του πρόταση το αδελφοκτόνο και καταστροφικό για κάθε χώρα «ή εμείς ή αυτοί»
Η επένδυση στο διχασμό αποτελεί διαχρονικό εργαλείο απολυταρχικών καθεστώτων και χαρακτηρίζει πολιτικούς που δεν είναι ηγέτες, αλλά σκληροί διεκδικητές της εξουσίας. Η στοχοπροσήλωση στην αρπαγή και διατήρηση της εξουσίας υπερβαίνει κάθε έννοια εθνικού συμφέροντος, αναγκαίων συγκλίσεων και αποφυγής της πόλωσης. Η σπίλωση και ο εξοβελισμός του αντιπάλου ως προϋπόθεση της πολιτικής κυριαρχίας καθίσταται μοναδικός στόχος για την υλοποίηση του οποίου δεν υφίστανται αναστολές, πολιτικές, θεσμικές ή ηθικές. Ο σκοπός επιτρέπει και αγιάζει κάθε μέσο. Η εξουσία είναι το κίνητρο, ο στόχος, το μοναδικό ζητούμενο.
Αντίθετα ένας ηγέτης προτάσσει την πατρίδα, το έθνος και την ενότητά του .
Το διάγγελμα της Ιθάκης προοιωνίζεται τον ακραία διχαστικό κατήφορο μέσα από τον οποίο ο Πρωθυπουργός θα οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές. Σηματοδοτεί όμως ταυτόχρονα και την αρχή του τέλους αυτού του εθνολαϊκιστικού μοντέλου διακυβέρνησης που θα ηττηθεί στις εκλογές, καθώς ο ελληνικός λαός γνωρίζει ότι η χώρα χρειάζεται επειγόντως σοβαρότητα, σχέδιο, για την ανασυγκρότηση της, υπευθυνότητα και προ παντός ΕΝΟΤΗΤΑ.