Χρειάστηκαν τρεισήμισι χρόνια για να παρουσιάσει η κυβέρνηση Συριζα ως επίτευγμα μία ρύθμιση του δημόσιου χρέους που ήταν εξαρχής η επίμονη επιδίωξής της και που για να την πετύχει έκανε αρκετούς συμβιβασμούς και υποχωρήσεις.
Σημαντική ασφαλώς εξέλιξη που όμως δεν είναι ούτε κούρεμα, όπως ήταν ο αρχικός στόχος της κυβέρνησης, ούτε και ριζική αναδιάρθρωση ως προς το σύνολο του χρέους, αλλά δεκαετής παράταση στον χρόνο αποπληρωμής και σε ένα μόνο τμήμα του, που αντιστοιχεί περίπου στο ένα τρίτο του συνολικού χρέους. Μαζί όμως με την επιστροφή των τόκων των ελληνικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και από άλλες Κεντρικές Τράπεζες των χωρών της Ευρωζώνης ποσού τεσσάρων δισ. ευρώ και την εκταμίευση της τελευταίας δόσης ποσού δεκαπέντε δισ. ευρώ είναι μια μεγάλη ανάσα για τη συνέχεια και μια ασφάλεια για τα επόμενα δύο τουλάχιστον χρόνια αν οι συνθήκες δανεισμού από τις αγορές δεν είναι πολύ ευνοϊκές.
Επεται στη συνέχεια η περίφημη έξοδος από τα μνημόνια, που στην ουσία είναι μόνο η τυπική λήξη του χρόνου του τρίτου μνημονίου, αφού η υλοποίηση των μέτρων που αποφασίστηκαν όσο το τρίτο δανειακό πρόγραμμα ήταν σε ισχύ, όχι μόνο δεν παύει αλλά τα μέτρα συνεχίζονται και τα επόμενα έτη με ένταση το 2019 (νέα μείωση συντάξεων) και το 2020 (μείωση του αφορολόγητου ορίου και επακόλουθη αύξηση της φορολογίας για όλα τα εισοδήματα), αλλά και μέχρι το 2022 με την υποχρέωση για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5 ετησίως, ενώ κατά μία έννοια η εφαρμογή του «μνημονίου» ανάγεται και μέχρι το 2060, αφού μέχρι τότε υπάρχει η δέσμευση για πρωτογενή πλεονάσματα 2,2% το χρόνο.
Οι πανηγυρισμοί συνεπώς δικαιολογούνται μόνο από μικροπολιτικούς και επικοινωνιακούς λόγους, όχι όμως για ουσιαστικούς. Είναι δε οι επιπτώσεις των μνημονίων τόσο έντονες και για τα επόμενα χρόνια που καμία επικοινωνιακή τακτική θριαμβολογίας δεν πρόκειται να τις μετριάσει, αφού οι όποιες εντυπώσεις από τις φιέστες είναι πρόσκαιρες, ενώ οι συνέπειες των μέτρων στην οικονομία μόνιμες και καθημερινές.
Είχε προηγηθεί για την κυβέρνηση η συμφωνία στις Πρέσπες και ο συμβιβασμός στο θέμα της Μακεδονίας που πολλοί συνέδεσαν με την εξέλιξη στη ρύθμιση του χρέους. Ενας συμβιβασμός σαφώς δυσμενέστερος από αυτόν που θα μπορούσε πιθανότατα να πετύχει η χώρα εικοσιπέντε χρόνια πριν, όχι μόνο ως προς τη μορφή της σύνθετης ονομασίας που τελικά επιλέχθηκε αλλά κυρίως ως προς την αναγνώριση μακεδονικής εθνότητας και γλώσσας που συνομολογήθηκε με τη συμφωνία.
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα για την κυβέρνηση δεν τόσο ότι η εξέλιξη στο εθνικό μας θέμα και στο θέμα του χρέους δεν ήταν η ιδανική, αλλά κυρίως το γεγονός ότι το ένα θέμα εκ των πραγμάτων συνδέθηκε με το άλλο και μάλιστα κατά τρόπο άκομψο αφού λίγες ημέρες μετά την συμφωνία στις Πρέσπες ήρθε και η ρύθμιση του χρέους ή για να το πούμε πιο σωστά λίγο πριν από την προκαθορισμένη ημερομηνία εξέτασης της αναδιάρθρωσης του χρέους προηγήθηκε ο συμβιβασμός στο Μακεδονικό.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα όποια θετικά θα μπορούσε να αποκομίσει η κυβέρνηση από την μερική αναδιάρθρωση του χρέους, να εξανεμισθούν ή να περιορισθούν από την υποχώρηση που καταγράφηκε ότι έκανε σε ένα μείζον εθνικό θέμα. Γιατί με βάση όλες τις μετρήσεις, η δυσαρέσκεια των πολιτών από τη συμφωνία με τα Σκόπια φτάνει το 70%, ενώ σε αρκετές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας ο Σύριζα κινδυνεύει με συντριβή στις επόμενες εκλογές.
Δεν φαίνεται να συνέβη δηλαδή αυτό που προφανώς επεδίωκε η κυβέρνηση, η θετική εξέλιξη στο χρέος να ισοσκελίσει ή και να υπερκεράσει τις δυσμενείς εντυπώσεις στο Μακεδονικό, αφού μάλλον συνέβη ακριβώς το αντίθετο, το Μακεδονικό «κατάπιε» κάθε θετική απήχηση που θα μπορούσε να έχει η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους.
Αλλά ακόμη και αν στην κοινή συνείδηση δεν είχε συνδεθεί η κυβερνητική υποχώρηση στο ένα θέμα με την θετική εξέλιξη στο άλλο, τα δύο διαφορετικά πεδία πολιτικής στα οποία έχουν αναφορά τα δύο μεγάλα ζητήματα, έχουν απήχηση σε διακριτά και όχι ιδιαίτερα επικαλυπτόμενα μεταξύ τους στρώματα του εκλογικού σώματος.
Οσοι επλήγησαν ως προς το εθνικό τους φρόνημα με την εξέλιξη στο Μακεδονικό, δεν είναι αυτοί που θα μετρίαζαν την δυσαρέσκειά τους προς την κυβέρνηση λόγω της αναδιάρθρωσης του χρέους, ακόμη και αν τα δύο θέματα επιλύονταν σε διαφορετική χρονική περίοδο και δεν υπήρχε πραγματική ή σε επίπεδο εντυπώσεων σύνδεση μεταξύ τους. Οσοι αξιολογούν θετικά την εξέλιξη στο θέμα του χρέους είναι κυρίως πολίτες που παρακολουθούν συστηματικά τα θέματα της οικονομίας και στην πλειονότητά τους δεν εθίγησαν ιδιαίτερα από τις εξελίξεις στο εθνικό θέμα, αρκετοί μάλιστα από αυτούς επιδοκιμάζουν τον συντελεσθέντα συμβιβασμό.
Με δυο λόγια όσους δυσαρέστησε η κυβέρνηση με τον συμβιβασμό στο θέμα της Μακεδονίας δεν μπόρεσε να τους κερδίσει με την ρύθμιση που έγινε στο χρέος και όσους ευαρέστησε με την εξέλιξη στο θέμα του χρέους είναι κυρίως αυτοί που είχαν επιδοκιμάσει την εξέλιξη στο Μακεδονικό.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν η σχεδόν ταυτόχρονη λύση των δύο θεμάτων ήταν η αρχική πρόθεση και η τακτική επιλογή της κυβέρνησης ή αν προέκυψε στην πορεία είτε εκ των πραγμάτων από τον χρόνο που απαιτήθηκε για τη συμφωνία στο Μακεδονικό είτε από επιτηδευμένη (χωρίς την επιδίωξή της) σύνδεση που έγινε με τα δύο θέματα και επέτασσε την περαίωση της εκκρεμότητας στο εθνικό ζήτημα πριν τη σύνοδο που θα έκρινε την ρύθμιση του χρέους. Αν πάντως οι χρόνοι που ακολουθήθηκαν ήταν κυβερνητική επιλογή, μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για ρηχή προσέγγιση, αφού με αυτή «κάηκε» η όποια θετική απήχηση θα μπορούσε να έχει το θέμα της αναδιάρθρωσης.
Δεν είναι η πρώτη φορά άλλωστε που η κυβέρνηση κάνει κακή χρήση της συγκυρίας, πρόσφατος είναι ο άγαρμπος χειρισμός της στο θέμα της Novartis την επαύριο του μεγάλου συλλαλητηρίου στην Αθήνα για τη Μακεδονία, ενώ φαίνεται να επιλέγει και πάλι μία παρόμοια τακτική με την εσπευσμένη ανάδειξη από τώρα σε επικοινωνιακό επίπεδο του θέματος της συνταγματικής αναθεώρησης (και κυρίως των σχέσεων κράτους - εκκλησίας), το οποίο είναι σχεδιασμένο να δρομολογηθεί σε κοινοβουλευτικό επίπεδο τον προσεχή Οκτώβρη, με την έναρξη της νέας συνόδου της βουλής.
Ισως η εσπευσμένη ανάδειξη του θέματος της αναθεώρησης να υποδηλώνει τη διάψευση (όπως δείχνουν και οι πρώτες μετρήσεις) των προσδοκιών της κυβέρνησης ως προς την απήχηση που είχε τελικά η αναδιάρθρωση του χρέους, παρά την επικοινωνιακή καταιγίδα στην ανάδειξη του θέματος.