Οι σχέσεις Ελλάδος και Τουρκίας ποτέ δεν υπήρξαν «βατές»- έστω και κατά την ελάχιστα αποδεκτή έννοια του όρου...
Ως εκ τούτου, μια επίσημη επίσκεψη του Τούρκου προέδρου στην Ελλάδα, σ’ αυτή την συγκυρία στην «γειτονιά» μας αλλά και παγκόσμια, μόνο εθιμοτυπική και απλή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί, από εκείνες που επιτρέπουν και στις δυο χώρες να βγουν «κερδισμένες», ή έστω χωρίς τραύματα. Το ερώτημα που προκύπτει από την επίσκεψη Ερντογάν, είναι ποιος θα βγει κερδισμένος από αυτήν...
Και μόνο το γεγονός ότι η επίσκεψη του Ταγίπ Ερντογάν στην Αθήνα προετοιμάζεται επί επτά μήνες, και δυο 24ωρα πριν την πραγματοποίησή της απομένουν αρκετές (και κρίσιμες) «λεπτομέρειες» να διευκρινισθούν, καταδεικνύει ότι η κίνηση αυτή της κυβέρνησης είναι υψηλότατου και απρόβλεπτου ρίσκου.
Ο «Σουλτάνος» αισθάνεται (και είναι, από επιλογή του) αποκομμένος από την Δύση, τόσο την ΕΕ και τις ΗΠΑ, όσο και στο ΝΑΤΟ. Η στροφή του, άγαρμπη και βιαστική όπως εκδηλώθηκε, προς την Ρωσία του Πούτιν και το αντιαμερικανικό Ιράν, η προφανής αντίθεσή του με το Ισραήλ, η διαρκής εναλλαγή «συμμάχων» της Τουρκίας στον αραβικό κόσμο, η ρητορική (αλλά και πρακτική πολιτική) που ασκεί στους Ευρωπαίους ηγέτες και η οργισμένη άρνησή του να εφαρμόσει συμφωνίες που ο ίδιος συνήψε με την ΕΕ, τον έχουν περιθωριοποιήσει. Τον έχουν καταστήσει απρόβλεπτο και αναξιόπιστο «φιλοδυτικό» μέχρι πρότινος ηγέτη.
Διατυπώνεται η εκτίμηση ότι ο Ερντογάν επιδιώκει με την εδώ επίσκεψή του κάποιου είδους «επανασύνδεση» (ή, έστω, ανακοπή της απομάκρυνσης) της Τουρκίας με την Δύση. Σ’ επίπεδο επικοινωνίας και δημιουργίας εντυπώσεων, ίσως αυτό να αποτελεί μια μικρή πτυχή της επίσκεψής του. Τίποτε, όμως, επί της ουσίας. Διότι ο ευφυέστατος και πανούργος Ερντογάν, είναι βέβαιο ότι αντιλαμβάνεται πως η μικρή και προβληματική λόγω κρίσης Ελλάδα είναι αδύναμος εταίρος (στην ΕΕ) και σύμμαχος (με ΗΠΑ και ΝΑΤΟ) για να διαδραματίσει σοβαρό μεσολαβητικό ρόλο τέτοιου βεληνεκούς. Άλλα επιδιώκει με την επίσκεψή του, τόσο για το εθνικό του όσο και το διεθνές ακροατήριο. Άλλο μήνυμα θέλει να περάσει.
Η σημερινή ελληνική κυβέρνηση, ως εάν να μην έχει λάβει υπ’ όψη της τις τρέχουσες εξελίξεις και συγκυρίες, εμμένει κολλημένη στην παλιά (και για την εποχή της, σωστή) εκτίμησή για τις σχέσεις Ευρώπης-Τουρκίας, και την ελληνική στάση της «ευρωπαϊκής προοπτικής» της Άγκυρας. Λες και έχει χάσει... επεισόδια.
Επισήμως, τα ζητήματα που θα περιλαμβάνει η ατζέντα της επίσκεψης είναι το μεταναστευτικό, η κατάσταση στο Αιγαίο (όπου συνεχίζονται με ιδιαίτερη ένταση οι τουρκικές παραβιάσεις, ακόμη και λίγες ώρες πριν μας έρθει ο Ερντογάν...), οι εξελίξεις και η ασφάλεια στην ευρύτερη περιοχή, η οικονομική συνεργασία των δύο χωρών, μ’ επίκεντρο συγκεκριμένα έργα που είναι ήδη γνωστά, ιδίως στον ενεργειακό τομέα, οι σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας.
Όλα αυτά, πάντως,κάλλιστα θα μπορούσαν να εξετασθούν στην προγραμματισμένη για τον Φεβρουάριο, στην Θεσσαλονίκη, συνεδρίαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδος-Τουρκίας. Και δύσκολα αντιλαμβάνεται κανείς ποιο το όφελος, για την ελληνική πλευρά, να περιβληθεί η επίσκεψη του Σουλτάνου με τον εντυπωσιακό μανδύα του «για πρώτη φορά, τα τελευταία 65 χρόνια, επίσκεψη Τούρκου Προέδρου στην Ελλάδα», προεξοφλώντας ότι το αποτέλεσμα της θα είναι ντε και καλά (και) υπέρ μας.
Είναι απολύτως βέβαιο, και ας μην ομολογείται από καμιά πλευρά, ότι ο Ερντογάν θα θέσει, και μάλιστα πιεστικά, ζήτημα καταφυγής της τουρκικής «τρομοκρατίας» στη χώρα μας, για τους Τούρκους πολίτες που κατέφυγαν εδώ μετά το πραξικόπημα εναντίον του Ερντογάν προκειμένου να γλυτώσουν τη φυλακή, ως οπαδοί του Ιμάμη Γκιουλέν. Το ίδιο βέβαιο θεωρείται πως θα απαιτήσει την έκδοση (που απαγορεύθηκε από την ελληνική Δικαιοσύνη) των οκτώ Τούρκων αξιωματικών που έχουν ζητήσει πολιτικό άσυλο καθώς και άλλων δύο στρατιωτικών που κρατούνται, άγνωστο που. Κι οι συνομιλίες του κ. Τσίπρα με τον Ερντογάν στο συγκεκριμένο θέμα, μόνο ανώδυνες και εύκολες δεν θ’ αποδειχθούν. Χωρίς να αποκλείονται και ενδεχόμενες μη ανακοινώσιμες «πρωτοβουλίες καλής θέλησης» της ελληνικής πλευράς, που θα εκθέσουν την χώρα...
Ο κυριότερος, όμως, κίνδυνος ελοχεύει στην συμφωνημένη (παρά τις αρχικές ελληνικές αντιρρήσεις, που εκάμφθησαν κατόπιν απειλής της Άγκυρας ότι «χωρίς αυτό, επίσκεψη δεν γίνεται...») επίσκεψη Ερντογάν στην Θράκη. Έχει συμφωνήσει, άραγε, ο Τούρκος Πρόεδρος να μην μιλήσει σε ανοικτή συγκέντρωση, όπως θέλει; Και αν μιλήσει (σε ανοικτό ή ακόμη και κλειστό χώρο) στο στυλ Τσαβούσογλου, ο οποίος στην πολύ πρόσφατη επίσκεψή του εκεί χαρακτήρισε την ελληνική μουσουλμανική μειονότητα ως «τουρκική, που τυγχάνει της ίδιας άνισης μεταχείρισης όπως οι αντίστοιχες σε Μακεδονία (έτσι ονόμασε τα Σκόπια...), Κόσοβο και Βουλγαρία...» διαβεβαιώνοντας το ακροατήριό του ότι «εμείς, ως μητέρα πατρίδα, ως Τουρκία δεν θα σας αφήσουμε ανυπεράσπιστους....», ποια αλήθεια θα είναι η ελληνική αντίδραση;
Ο βαθμός της... επί 7μηνο προετοιμασίας αυτής της γεμάτη ρίσκα επίσκεψης, μπορεί ν’ αξιολογηθεί και από μιαν ακόμη «λεπτομέρεια»: την ημέρα που ανακοινώθηκε επίσημα η έλευση Ερντογάν στην Αθήνα, ο υπουργός Άμυνας της κυβέρνησης Πάνος Καμμένος, σε δημόσια ομιλία του, είπε ότι... η Τουρκία του Ερντογάν, εξελίσσεται σε «νέο Ιράν»! Με τέτοιο... συντονισμό και κεντρικό σχεδιασμό, με τέτοια σοβαρότητα και υπευθυνότητα, είναι να έχει κανείς σε δαύτους εμπιστοσύνη και να μην τρέμει για το χειρότερο;