Στη διάρκεια της οκταετούς θητείας του ως υπουργός οικονομικών της Γερμανίας ο κ. Σόιμπλε είχε εκφρασθεί με χαρακτηριστική αυστηρότητα απέναντι στη χώρα μας.
Το αποκορύφωμα ήταν στο οικονομικό forum του Davos στην Ελβετία, τον Ιανουάριο του 2016, όταν είπε κατά πρόσωπο στον πρωθυπουργό της Ελλάδας «είναι η υλοποίηση ηλίθιε» (εννοώντας την απαρέγκλιτη εφαρμογή των μνημονιακών «συνταγών» ως τον μόνο δρόμο για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας). Και όμως στην προχθεσινή του συνέντευξη στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ ο ίδιος αυτός Σόιμπλε ήταν όλο επαίνους για τον Αλέξη Τσίπρα αλλά και για την Ελλάδα, η οποία «πάει καλύτερα», αφού «το πρόγραμμα μέχρι τα μέσα του 2018 θα ολοκληρωθεί με επιτυχία» και τέλος «τα στοιχεία δείχνουν ότι τα πράγματα ανακάμπτουν».
Είναι γεγονός ότι το 2016 η Ελλάδα κατέγραψε πρωτογενές πλεόνασμα 3,9% και ήταν ένα από τα ελάχιστα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εμφάνισαν και συνολικό δημοσιονομικό πλεόνασμα (μετά από τόκους και χρεολύσια), ενώ και για τα επόμενα χρόνια προβλέπεται ότι θα κινηθούμε σε έδαφος πρωτογενών τουλάχιστον πλεονασμάτων. Επίσης γεγονός είναι ότι το 2017, για πρώτη φορά μετά από μια οκταετία βαθιάς ύφεσης, η ελληνική οικονομία προβλέπεται να αναπτυχθεί με ένα έστω και αναιμικό ρυθμό της τάξης του 1% ώς 1,5% (πολύ κάτω όμως από τις αρχικές προβλέψεις για ανάπτυξη 2,7% και χαμηλότερα ακόμη και από τον μέσο όρο της ευρωζώνης που αναμένεται στο 2,2% για το τρέχον έτος). Αυτά, σε συνδυασμό με τη μείωση της ανεργίας (με τη βοήθεια βέβαια της μαζικής εισαγωγής «ευέλικτων» και κακοπληρωμένων μορφών απασχόλησης) από τα επίπεδα του σχεδόν 28% το 2013 σε περίπου 22% σήμερα, αφήνουν να εννοηθεί ότι έχει μπει «πάτος στο βαρέλι», αλλά τίποτα περισσότερο.
Στην πραγματικότητα αυτό που συνέβη ήταν ότι η Ελλάδα, με πρωταρχική ευθύνη βέβαια του πολιτικού της συστήματος αλλά και λόγω κατασκευαστικών αδυναμιών του ενιαίου νομίσματος, είχε βρεθεί το 2009 να καταναλώνει πολύ περισσότερα από όσα παρήγε, όπως αποδεικνύεται μεταξύ άλλων και από το έλλειμμα-ρεκόρ ύψους περίπου 15% του ΑΕΠ που καταγράφηκε το έτος εκείνο στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (δηλαδή στις συναλλαγές της χώρας με το εξωτερικό, δείκτης μάλλον σημαντικότερος από τους δημοσιονομικούς). Οι μνημονιακές συνταγές συνίσταντο στη βίαιη συμπίεση της κατανάλωσης, αδιαφορώντας τόσο για το αν αυτό θα επιφέρει την παραπέρα συρρίκνωση της παραγωγής, όσο και για το ευρύτερο κοινωνικό κόστος. Η «επιτυχία» τους μεταφράζεται επί της ουσίας στην επίτευξη μιας ισορροπίας μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης (όπως αποδεικνύει ο μηδενισμός του ελλείμματος στις τρέχουσες συναλλαγές), σε πολύ χαμηλά όμως επίπεδα για αμφότερες. Η ισορροπία εξάλλου της οικονομίας δεν σημαίνει καθόλου και ισορροπία της ελληνικής κοινωνίας, αφού η τελευταία συρρικνώνεται εγκλωβισμένη μέσα στο τρίγωνο της υψηλής ανεργίας, της υπογεννητικότητας και της φυγής ιδίως των νέων στο εξωτερικό.
Αν θέλουμε να οικοδομήσουμε ένα μέλλον για τα παιδιά μας στον τόπο μας, αν θέλουμε να δρομολογήσουμε τη μακροπρόθεσμη συνέχιση της ύπαρξης του ελληνισμού στη φυσική του κοιτίδα, τότε χρειαζόμαστε υπερβάσεις οι οποίες βρίσκονται πέρα και έξω από τον ορίζοντα τόσο του κ. Σόιμπλε όσο (δυστυχώς) και του κ. Τσίπρα. Χρειαζόμαστε έναν διαφορετικό πολιτικό πολιτισμό, με περισσότερη παραγωγή κατά κυριολεξία πολιτικής και λιγότερη παραγωγή πελατειακών σχέσεων. Χρειαζόμαστε διάλογο ουσίας μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων του συνταγματικού τόξου και των παραγωγικών φορέων για την εκπόνηση και εφαρμογή ενός μακρόπνοου σχεδιασμού παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας μας. Και χρειαζόμαστε δομικές αλλαγές στο κράτος, με ένα σαφέστερο και πιο ολιγόλογο νομοθετικό πλαίσιο, μια δημόσια διοίκηση πιο λειτουργική, λιγότερο εξαρτημένη από την εκάστοτε κυβέρνηση και περισσότερο αξιολογούμενη από τους χρήστες των δημοσίων υπηρεσιών (δηλαδή τους πολίτες), καθώς και μια δικαιοσύνη ταχύτερη στην απονομή της και πιο ανεξάρτητη. Μόνο όταν τα αποκτήσουμε όλα αυτά θα πάμε πραγματικά καλύτερα.
Κώστας Χ. Χρυσόγονος, ευρωβουλευτής