Η κοινοβουλευτική αρχή αποτελεί θεμέλιο του δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Η εξάρτηση της εκάστοτε κυβέρνησης από τη Βουλή αποτελεί τον πυρήνα της αρχής αυτής και συνιστά θεμελιώδη έκφραση του αντιπροσωπευτικού μας συστήματος.
Το Σύνταγμα του 1864 που καθιέρωσε το δημοκρατικό πολίτευμα και εκείνο του 1925 που καθιέρωσε την κυβερνητική ευθύνη της κυβέρνησης, ορίζοντας ότι η κυβέρνηση πρέπει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, έθεσαν τις ακρογωνιαίες βάσεις για τη λειτουργία του πολιτεύματος στη χώρα μας.
Η συνταγματικά προβλεπόμενη ταύτιση της κυβέρνησης με την κοινοβουλευτική πλειοψηφία στο πολιτικό, ιδεολογικό και κομματικό πεδίο (γεγονός που όταν πρόκειται για κυβερνήσεις συνεργασίας αποκτά άλλες διαστάσεις) έχει θεσμικές και πολιτικές συνέπειες:
- Η κυβερνώσα πλειοψηφία ασκεί σχεδόν αποκλειστικώς το νομοθετικό έργο.
- Η αντιπολίτευση επωμίζεται ουσιαστικά τον ελεγκτικό ρόλο της Βουλής
- Ενδεχόμενη σύγκρουση ανάμεσα στην κυβέρνηση και στη Βουλή προϋποθέτει σύγκρουση στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος, ή του κυβερνώντος συνασπισμού κομμάτων.
Πρόσφατα, με αφορμή σχέδιο νόμου του υπουργείου Δικαιοσύνης, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να αποσύρει επίμαχες διατάξεις, τις οποίες οι ΑΝΕΛ, αλλά και κυβερνητική βουλευτής είχαν καταστήσει σαφές ότι θα καταψηφίσουν. Στο παρελθόν, ανάλογη σύγκρουση προέκυψε όταν νομοσχέδια όπως το σύμφωνο συμβίωσης και άλλα ψηφίστηκαν με τις ψήφους των κομμάτων της αντιπολίτευσης και ενώ εν προκειμένω η κυβέρνηση είχε απολέσει τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της Βουλής.
Η απόφαση της Νέας Δημοκρατίας και της Δημοκρατικής Συμπαράταξης να μη διασώζουν εφεξής του κυβερνητικό συνασπισμό, προσφέροντάς του με τις ψήφους τους την αναγκαία κατά το Σύνταγμα εμπιστοσύνη της Βουλής, είναι, κατά την άποψή μου, πολιτικά ορθή και απόλυτα νομιμοποιημένη.
Η κοινοβουλευτική ευθύνη της κυβέρνησης είναι προϋπόθεση για τη διακυβέρνηση της χώρας. Το συγκεκριμένο αριθμητικό αποτέλεσμα στις κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες αποτελεί το τεκμήριο της εμπιστοσύνης την οποία το Σύνταγμα απαιτεί για την απρόσκοπτη λειτουργία του πολιτεύματος.
Αλλά για να μιλήσουμε και λίγο πιο πολιτικά, αφήνοντας τη συνταγματική θεωρία στην άκρη, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έχει επιλέξει και μάλιστα δις να συγκυβερνά με τους ΑΝΕΛ, με ποια λογική τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα ακυρώνουν με την ψήφο τους τις ιδεολογικοπολιτικές συνέπειες αυτής της επιλογής; Γιατί η αντιπολίτευση θα προσφέρει πολιτικά στηρίγματα εκσυγχρονιστικού συνήθως περιεχομένου σε έναν κυβερνητικό συνασπισμό που δεν έχει καμία σχέση με την πρόοδο της κοινωνίας; Προοδευτικός, αριστερός, σοσιαλιστής ή ό,τι άλλο, δεν είναι κάποιος κατά δήλωση, αλλά σύμφωνα με τα έργα του και τις επιλογές του. Ως πότε λοιπόν ο «αριστερός» ΣΥΡΙΖΑ θα εκθειάζει τον κυβερνητικό του εταίρο χωρίς να υφίσταται καμία από τις συνέπειες της συγκυβέρνησης μαζί του;
Η συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ δεν είναι, όπως γράφεται, ετερόκλητη. Υπάρχει κοινή και στέρεη βάση και αυτή είναι ο εθνολαϊκισμός.
Ήρθε η ώρα να το αντιληφθούμε όλοι και να πάρουμε τις αποφάσεις μας, γνωρίζοντας ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο και κυρίως πώς τον κυβερνά.