Δεν ξέρουμε τι συνέβη αυγουστιάτικα και αίφνης οι Γ. Καμίνης και Στ. Θεοδωράκης τάχθηκαν να υπηρετήσουν το σκοπό της διεύρυνσης της κεντροαριστεράς μέσα από τη Δημοκρατική Συμπαράταξη και μάλιστα, όπως φαίνεται, χωρίς ξεκάθαρους όρους και προϋποθέσεις.
Μετά από διστακτικότητα μηνών και με τους ίδιους να δείχνουν ότι προσανατολίζονται στο να συμβάλουν στη δημιουργία μιας νέας κίνησης του προοδευτικού ή μεταρρυθμιστικού κέντρου, η κίνησή τους να θέσουν υποψηφιότητα για την ηγεσία της Δη.Συ. ή όποιου «φορέα» προκύψει στη συνέχεια, αιφνιδίασε και προκάλεσε αμηχανία, ιδιαίτερα δε η περίπτωση του Γ. Καμίνη, η υποψηφιότητά του οποίου αναγγέλθηκε για πρώτη φορά στην καρδιά της αυγουστιάτικης ραστώνης.
Η στράτευση των δύο σημαντικών δημόσιων προσώπων στις διαδικασίες διεύρυνσης της κεντροαριστεράς, όχι μόνο αποδυνάμωσε σημαντικά την προοπτική δημιουργίας μιας άλλης κίνησης με πιο κεντρώα χαρακτηριστικά, αλλά προκάλεσε και ερωτηματικά για τη συνέχεια του εγχειρήματος της διεύρυνσης της τωρινής Δη.Συ. και όχι τόσο ως προς τη διαδικασία εκλογής αρχηγού, αλλά ως προς το τι θα επακολουθήσει μετά την εκλογή του και κυρίως ως προς τον ιδεολογικό και πολιτικό προσανατολισμό του φορέα της κεντροαριστεράς από δω και πέρα.
Αν δηλαδή η τωρινή Δη.Συ. θα μετεξελιχθεί σε ένα νέο κόμμα, αφού θα έχουν διαλυθεί τα επιμέρους κόμματα ή αν θα συνεχίσει να λειτουργεί ως «ομοσπονδία» κομμάτων με μία απλώς νέα ονομασία και περαιτέρω, αν η νέα ομοσπονδία θα έχει όχι μόνο νέο αρχηγό που θα προκύψει από την εκλογική διαδικασία από τη βάση, αλλά αν θα αποκτήσει στη συνέχεια και τα δικά της όργανα καθώς επίσης και την πολιτική της αυτονομία να λαμβάνει αποφάσεις χωρίς αυτές να εξαρτώνται από την επικύρωσή τους από τα όργανα των επιμέρους κομμάτων.
Αυτό πάντως που φαίνεται να ξεκαθαρίζει είναι ότι οι δύο υποψήφιοι πρόεδροι δεν έθεσαν ως όρο για τη συμμετοχή τους τη διάλυση των υφιστάμενων κομματικών σχηματισμών. Τυπικά βέβαια, δεν θα μπορούσαν να απαιτήσουν κάτι που αφορά σε απόφαση που εξαρτάται από τη βάση των κομμάτων και από τα συνέδριά τους. Η δέσμευση όμως που θα μπορούσαν να αποσπάσουν από τη σημερινή ηγεσία της Δη.Συ. και από τις ηγεσίες των κομμάτων που συμμετέχουν σε αυτή, αν υποτεθεί ότι πράγματι επιθυμούν ο νέος φορές να έχει τη μορφή κόμματος, είναι ότι θα συγκαλέσει κάθε κόμμα συνέδριο μετά την εκλογή αρχηγού του νέου φορέα, με αντικείμενο τη διάλυση ή μη του αντίστοιχου κομματικού οργανισμού. Απ’ ότι φαίνεται παρόμοια δέσμευση δεν ανέλαβε κανένα κόμμα, παραταύτα οι δύο υποψήφιοι αρχηγοί φέρονται να επιθυμούν τη δημιουργία ενός νέου κόμματος που θα προκύψει από τη διάλυση όλων των υφιστάμενων κομματικών σχηματισμών.
Πέραν όμως των διαδικασιών της εκλογής αρχηγού και της μετεξέλιξης ή μη του σημερινού φορέα της κεντροαριστεράς σε νέο κόμμα, τα μείζονα πολιτικά ζητήματα που είναι εκκρεμή έχουν σχέση με τον πολιτικό και ιδεολογικό προσανατολισμό του νέου φορέα στη συνέχεια αλλά και με τη στάση που θα τηρήσει στις προσεχείς πολιτικές εξελίξεις, πριν και κυρίως μετά τις επόμενες βουλευτικές εκλογές.
Μέχρι τώρα οι δηλώσεις και διακηρύξεις των στελεχών των κομμάτων που συμμετέχουν στη Δη.Συ. αλλά και των αρχηγών του Πασοκ, του Κιδησο και της Δημαρ, κάνουν λόγο για στρατηγική αντιπαλότητά τους με τη Ν.Δ., για αποτροπή της δεξιάς παλινόρθωσης, για άβυσσο που τους χωρίζει από τη Ν.Δ. και άλλα πολλά, εν πολλοίς παλαιοκομματικά και παλαιομοδίτικα, ενώ πολύ συχνά αποκλείουν ρητά το ενδεχόμενο κυβερνητικής σύμπραξής τους με τη Ν.Δ. χωρίς όμως να έχουν αποκλείσει καθόλου το ενδεχόμενο συνεργασίας τους με τον Συριζα. Πολλοί βέβαια δεν βλέπουν σε αυτή την τακτική μια ουσιαστική πολιτική προσέγγιση προς τον Συριζα ή μια πραγματική αντιπαλότητα προς τη Ν.Δ. αλλά απλά και μόνο την προσπάθεια της Δη.Συ. να προσελκύσει τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους του Συριζα, διαφοροποιούμενη από την Ν.Δ. και τονίζοντας περισσότερο την αριστερά της ταυτότητα και όχι την κεντρώα.
Πάντως, τίποτα δεν έχει δείξει μέχρι τώρα ότι η διαδικασία διεύρυνσης της Δη.Συ. θα κινηθεί σε μια άλλη πιο κεντρώα κατεύθυνση στη λογική της τήρησης των ίσων αποστάσεων και όχι στη σημερινή τακτική του διαχωρισμού ανάμεσα σε προοδευτική και συντηρητική παράταξη, όπου στην προοδευτική συμπεριλαμβάνεται και ο Συριζα προφανώς, εντασσόμενος στο ίδιο αντιδεξιό μέτωπο.
Η σημερινή Δη.Συ. συνεπώς πολύ απέχει από το να χαρακτηρισθεί ως φορέας του κέντρου, αφού η ίδια αυτοπροσδιορίζεται ως κεντροαριστερά και διακηρύσσει σε κάθε ευκαιρία ότι έχει ως «στρατηγικό» αντίπαλό της τη Ν.Δ. αλλά όχι τον Συριζα. Το Ποτάμι από την άλλη πλευρά, ο αρχηγός του οποίου θα διεκδικήσει την ηγεσία της Δη.Συ. έχει αυτοπροσδιορισθεί από την ίδρυσή του ως κόμμα του μεταρρυθμιστικού κέντρου και όχι της κεντροαριστεράς. Στην ίδια κεντρώα κατεύθυνση μπορεί να πει κανείς ότι κινήθηκε μέχρι τώρα και ο Γ. Καμίνης, κρίνοντας τουλάχιστον από τον δημόσιο λόγο του.
Οι προσδιορισμοί κεντροαριστερά και κέντρο ακόμη και αν δεν υποδηλώνουν μεγάλη ή σαφή διαφορά ως προς το ουσιαστικό ιδεολογικό τους στίγμα, έχουν την αξία τους ως προς το πολιτικό, όχι μόνο θεωρητικά, αλλά σε σχέση με τη σημασία που τους έχουν προσδώσει τα κόμματα που αποτελούν σήμερα τη Δη.Συ. Η μεν κεντροαριστερά, δεν είναι στο μέσον ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερά, αλλά διαχωρίζεται σαφώς από τη δεξιά και συγγενεύει ή ανήκει στην (ευρύτερη) αριστερά, ενώ το κέντρο βρίσκεται εξ ορισμού στο μέσον χωρίς σαφή και εκ προοιμίου προσεταιρισμό κάποιου εκ των δύο.
Η διεύρυνση όμως του σημερινού φορέα της κεντροαριστεράς και η άνευ όρων ένταξη των Καμίνη και Θεοδωράκη σε αυτόν, δεν φαίνεται να σηματοδοτεί μετακίνησή του προς το κέντρο στη λογική της τήρησης ίσων αποστάσεων ανάμεσα σε Ν.Δ. και Σύριζα. Ακόμη και αν λησμονηθεί στη συνέχεια, όπως είναι το πιθανότερο, κάθε προσπάθεια διάλυσης των επιμέρους κομμάτων και ο νέος φορέας καταλήξει να είναι απλώς μία Δη.Συ. με νέα ονομασία, η εμμονή της ηγεσίας της κεντροαριστεράς στη λογική του αντιδεξιού μετώπου και στο κλείσιμο του ματιού προς τον Συριζα, δεν ξέρουμε πως μπορεί να γίνει ανεκτή και να παρακαμφθεί από τον Γ. Καμίνη και τον Στ. Θεοδωράκη, αλλά και από το Ποτάμι συνολικά.
Εκτός εάν πιστεύουν στη Δη.Συ. (που δεν αποκλείεται) ότι δεν θα μετακινηθεί η κεντροαριστερά προς τον Συριζα αλλά ο Συριζα προς αυτήν, ότι θα καταφέρουν να τον ενσωματώσουν και να τον μεταλλάξουν, όπως θα ήθελαν και τα συγγενή τους ευρωπαϊκά κόμματα και ότι θα απαλλαγεί αίφνης το κυβερνητικό κόμμα από τους δογματισμούς και τις ιδεοληψίες του προς τις οποίες σήμερα, εμφανώς τουλάχιστον, αντιπαρατίθενται όλα τα κόμματα που συμπράττουν στη Δη.Συ.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που προχωρούν ακόμη πιο πέρα και δεν αποκλείουν όχι απλά μετεκλογική συνεργασία αλλά και εκλογική σύμπραξη της Δη.Συ. (ή όπως θα λέγεται στη συνέχεια) με τον Σύριζα ως ενιαίο και ευρύτερο κεντροαριστερό μέτωπο απέναντι στη Ν.Δ. και με στόχευση, αν δεν πλειοψηφήσει αυτή η σύμπραξη στις εκλογές, να οδηγήσουν τη χώρα σε δεύτερη εκλογική διαδικασία με απλή αναλογική που θα ενισχύσει τις δυνάμεις τους στη βουλή, οπότε αναπόφευκτα, αν δεν κατακτήσουν κοινοβουλευτική πλειοψηφία, θα οδηγηθούν οι εξελίξεις σε συνεργασία της (ευρύτερης) κεντροαριστεράς με τη Ν.Δ. και θα καταγραφεί η σύμπραξη αυτή ως αναγκαιότητα προκειμένου να κυβερνηθεί η χώρα και όχι ως πολιτική επιλογή τους. Η ψήφιση εξάλλου της απλής αναλογικής από τον Συριζα δείχνει τις μελλοντικές προθέσεις και προτεραιότητές του για παραμονή του στην εξουσία στο εξής μέσα από σχήματα συνεργασίας.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε από τώρα ποιο ή ποια από όλα τα παραπάνω ενδεχόμενα θα πραγματωθούν, αυτό πάντως που είναι βέβαιο είναι ότι οι εξελίξεις από δω και πέρα θα είναι ενδιαφέρουσες ίσως δε και συναρπαστικές.