Στη χθεσινοβραδινή συνέντευξη στις «Ιστορίες» του ΣΚΑΪ (Κοσιώνη - Τσίμας), ο Κώστας Σημίτης με τη γνωστή νηφαλιότητά του επανέλαβε τα αυτονόητα.
Αυτά, δηλαδή, που καταλαβαίνει κάθε λογικός άνθρωπος και αντιλαμβάνονται ακόμα και παιδιά του δημοτικού, όταν δεν τα τυφλώνει το μίσος του φανατισμού.
Ότι, δηλαδή, αυτή η κυβέρνηση κινείται χωρίς σχέδιο, χωρίς στρατηγική, χωρίς αντίληψη του περιβάλλοντος χώρου και, αντί να αντιμετωπίζει τα προβλήματα της χώρας, «παράγει» εν κενώ ιδεολογία για να φανατίζεται ο κομματικός της στρατός και να κορδώνεται ο κ. Πολάκης.
Είναι σαν να πρέπει να κλείσεις μια τρύπα στον δρόμο που μπορεί να σκοτώσει ανθρώπους κι εσύ να ιδεολογικοποιείς τη διαδικασία, αντί να στείλεις ένα συνεργείο να τη βουλώσει.
Η κομμουνιστικογενής Αριστερά, που ουδέποτε ήρθε σε επαφή με την πραγματικότητα, φλυαρεί ανέκαθεν, συνήθως στα καφενεία, αφού η διαχείριση (ακόμα και μιας πολυκατοικίας) ξεπερνούσε τα όρια των ενδιαφερόντων της και πιθανότατα της αντίληψής της.
Η πολιτική, η διαχείριση της καθημερινότητας μιας κοινωνίας, η πρόβλεψη είναι μία πρακτική διαδικασία, όπου πρέπει να αντιμετωπίσεις συγκεκριμένα προβλήματα και να δώσεις συγκεκριμένες απαντήσεις.
Δεν είναι τυχαίο ότι όπου κυβέρνησε η Αριστερά άφησε πίσω της ερείπια, δημιουργώντας συχνά μεγαλύτερες ανισότητες από αυτές που βρήκε και υποτίθεται ότι είχε έρθει για να θεραπεύσει.
Δεν χρειάζεται, νομίζω, να αναφέρουμε συγκεκριμένα παραδείγματα. Είναι όλα γνωστά.
Δείτε τι έγινε στη δυτική Ευρώπη. Τα κομμουνιστικά κόμματα στη Γαλλία και την Ιταλία, πανίσχυρα μετά τον πόλεμο, εξαφανίστηκαν όταν οι κοινωνίες αποφάσισαν να ξεπεράσουν τον διχασμό Δεξιά - Αριστερά και να στραφούν στη ρεαλιστική αντιμετώπιση των προβλημάτων τους.
Στην Ελλάδα, αν δεν είχε μεσολαβήσει η χρεοκοπία, ο ΣΥΡΙΖΑ θα παρέμενε ένα περιθωριακό κόμμα του στυλ μπαίνω-δεν-μπαίνω-στη-Βουλή.
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, ο Σημίτης υπήρξε μακράν ο καλύτερος πρωθυπουργός της μεταπολίτευσης και ο μόνος πρωθυπουργός με συγκεκριμένο και μετρήσιμο απολογισμό. Έβαλε τη χώρα στο ευρώ, άλλαξε το τραπεζικό σύστημα, έδωσε στην Ελλάδα αξιοπιστία στο εξωτερικό, διευκόλυνε την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις, έβαλε την Κύπρο στην Ε.Ε. και κυβέρνησε με μετριοπάθεια και αποτελεσματικότητα. Με δυο λόγια, παρέδωσε τη χώρα πολύ καλύτερη απ’ ό,τι την παρέλαβε.
Είναι τυχαίο ότι τον μισούν βαριά όλοι οι λαϊκιστές, απ’ όπου κι αν προέρχονται;
Τη χώρα την εκτροχίασε ο Καραμανλής, την αποτελείωσε λόγω ανικανότητας ο Γιώργος και τη βούλιαξε οριστικά ο Τσίπρας λόγω ιδεοληψίας και λοιπών κολλημάτων.
Είναι τυχαίο ότι σήμερα Καραμανλικοί, Συριζαίοι, Παπανδρεϊκοί τον βρίζουν με αυτόν τον χυδαίο τρόπο, προσπαθώντας ο καθένας για τους λόγους του να του φορτώσουν τα δικά τους τραγικά λάθη;
Το μοιραίο λάθος του Σημίτη, που προέρχεται από την ιδιοσυγκρασία του, ήταν ότι δεν τόλμησε να διαλύσει το ΠΑΣΟΚ και πετώντας έξω όλο το κομματικό παρακράτος να φτιάξει έναν νέο πολιτικό φορέα.
Αν το είχε τολμήσει το 2000, πιθανόν η πορεία της χώρας να ήταν διαφορετική και ενδεχομένως να είχαμε διασωθεί από τη χρεοκοπία και τα σημερινά χάλια.