Μετά την επικράτηση του «Οχι» στο ελληνικό δημοψήφισμα, την επικράτηση του Βrexit στο βρετανικό δημοψήφισμα και την εκλογή Τραμπ στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, είναι προφανές ότι η απόπειρα δημοσκοπικής πρόβλεψης των εκλογικών αναμετρήσεων είναι μάλλον περιορισμένης αξιοπιστίας.
Ο κόσμος είναι αντιμέτωπος με μια ζοφερή νέα πραγματικότητα, που πολλαπλασιάζει τις δυσκολίες του, τον γεμίζει φόβους και καθιστά απρόβλεπτη την ψήφο του. Οσοι σπεύδουν να υιοθετήσουν σενάρια συνωμοσίας γύρω από «παιχνίδια εξουσίας» που στήνονται με μοχλό τις εταιρείες δημοσκοπήσεων αδυνατούν να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις. Η βουβή και κρυφή εκλογική πρόθεση των πολιτών δεν μπορεί να «διαβαστεί», όχι γιατί οι δημοσκόποι είναι στο σύνολό τους ανίκανοι ή αφερέγγυοι, αλλά γιατί οι υπόγειες κοινωνικές διεργασίες είναι σε εξέλιξη και δεν μπορούν να ιχνηλατηθούν.
Στις ΗΠΑ, η οικονομική ανάκαμψη που δεν ωφέλησε παρά μια μικρή οικονομική ελίτ, οι εμπορικές συμφωνίες που συνιστούν για πολλούς απειλή κατά της εργασίας, ο φόβος απέναντι στην τρομοκρατία και η σύνδεσή της με τους μετανάστες οδήγησαν μεγάλα τμήματα της κοινωνίας απέναντι σε ό,τι παραδοσιακά θεωρούσε ως συστημική πολιτική ελίτ, καθώς και απέναντι στα ΜΜΕ και τις τοποθετήσεις τους. Κάτι ανάλογο με όσα συμβαίνουν στην Ευρώπη και το ασταθές πλέον ενωσιακό της οικοδόμημα. Η πορεία της «γερμανοκρατούμενης» ευρωπαϊκής οικονομίας που δεν ενσωματώνει πλέον τα χαμηλά και μεσαία στρώματα, τα αλλεπάλληλα τρομοκρατικά χτυπήματα και οι ανεξέλεγκτες προσφυγικές ροές είναι το έδαφος πάνω στο οποίο επελαύνουν σήμερα οι ακροδεξιοί σε Γαλλία και Γερμανία και οι δημαγωγικές και λαϊκίστικες δυνάμεις στη χώρα μας.
Ενας άλλος κόσμος, πολύ πιο φτωχός, με πολύ λιγότερες ελπίδες και πολλούς περισσότερους φόβους, αποφασίζει να πυροβολήσει εκείνους που θεωρεί υπαίτιους για τη συνολική υποβάθμιση της ζωής του, χωρίς καμία διάθεση να προφυλάξει το σώμα του από τον ίδιο του τον πυροβολισμό.
Ως άμοιρος ευθυνών και άξιος εμπιστοσύνης αναγνωρίζεται στη συνείδηση της πλειοψηφίας τόσο των ευρωπαϊκών λαών, όσο και των Αμερικανών, όχι μόνο όποιος δεν είχε στο παρελθόν ανάμειξη στο δημόσιο βίο, αλλά κυρίως όποιος εκφέρει ένα «εύηχο» κατηγορητήριο για όλα τα δεινά που έχουν σωρευθεί και έναν ακόμη πιο εύηχο κατάλογο ψεμάτων και ανέξοδων υποσχέσεων, όπως για παράδειγμα το σκίσιμο των μνημονίων στην χώρα μας, η διοχέτευση των κοινοτικών κονδυλίων στο κοινωνικό κράτος στη Μεγάλη Βρετανία ή το κλείσιμο των συνόρων για τους μουσουλμάνους στις ΗΠΑ.
Η απάντηση των πολιτικών δυνάμεων που στέκονται απέναντι στις παραπάνω πρακτικές, που αντιμάχονται τον εθνολαϊκισμό και πιστεύουν στη δύναμη του ορθού λόγου, είναι προφανές ότι μέχρι σήμερα είναι ισχνή και απέχει πολύ από το να πείσει και να ενώσει κοινωνικές πλειοψηφίες. Από τη Βρετανία, όπου ο ευρωσκεπτικιστής, στο ξεκίνημά του, πρωθυπουργός της τέθηκε επικεφαλής της καμπάνιας του Βremain τζογάροντας το μέλλον της χώρας του, μέχρι τις ΗΠΑ, όπου μια πολλαπλώς επιβαρυμένη υποψήφια ήλθε να αντιμετωπίσει έναν «αντισυστημικό» οδοστρωτήρα, ο οποίος παρότι δισεκατομμυριούχος κατόρθωσε πολύ ευκολότερα να ταυτιστεί με τον άνεργο και φοβισμένο Αμερικανό απ' ό,τι η ταυτισμένη με το κατεστημένο αντίπαλός του. Είναι χαρακτηριστικό ότι ως «δυνατά χαρτιά» στις ξενοφοβικές και ρατσιστικές εξαγγελίες του Τραμπ για το μεταναστευτικό η καμπάνια της Κλίντον παρουσίαζε τις δηλώσεις υπέρλαμπρων σταρ, οι οποίοι από τις βίλες τους στο Μαλιμπού ανέβαζαν τουίτ κατά του ρατσισμού και της ξενοφοβίας...
Είναι προφανές ότι δεν γίνεται να νικηθούν η δημαγωγία ,ο λαϊκισμός και ο υφέρπων φασισμός με τον τρόπο με τον οποίο μέχρι σήμερα επιχειρήθηκε. Χρειάζονται ανατροπές, χρειάζονται γέφυρες, ανοίγματα και νέα ατζέντα. Οι υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις, αν δεν αντιληφθούν ότι είμαστε μακριά από την εποχή της κανονικότητας, αν συνεχίσουν να χαράσσουν την πολιτική τους στηριζόμενες σχεδόν αποκλειστικά σε κυλιόμενες εβδομαδιαίες δημοσκοπήσεις, αν δεν εντάξουν στη στρατηγική τους ανάλυση το ότι απευθύνονται σε έναν άλλο κόσμο, θα ηττηθούν ή θα ξαναηττηθούν. Οι εκλογικές βάσεις του παρελθόντος είτε δεν υπάρχουν πλέον, είτε έχουν υποστεί καθολική συρρίκνωση. Το ακροατήριο είναι σε μεγάλα ποσοστά «απασφαλισμένο» και αδιάφορο. Οποιος συνεχίζει να απευθύνεται στο ακροατήριο αυτό με τους όρους και τις συνιστώσες της προ κρίσης εποχής, διατρέχει τον σοβαρό κίνδυνο να καταγράφει νίκες στις δημοσκοπήσεις και ήττες στις κάλπες.
Οι αλλαγές είναι τεκτονικές και η αντιμετώπισή τους απαιτεί ανάλογες κινήσεις και μετακινήσεις, καθώς και ένα νέο μήνυμα αλήθειας και προοπτικής.