Στα… ψιλά γράμματα του Μεσοπρόθεσμου Σχεδίου βρίσκεται η διάθεση της κυβέρνησης να υλοποιήσει τον αρχικό της σχεδιασμό για μόνιμες φοροελαφρύνσεις, πέρα από αυτές που επέβαλε η πανδημία κι επέτρεψε ο «πάγος» στο Σύμφωνο Σταθερότητας.
«Τα πρωτογενή πλεονάσματα που απεικονίζονται κυρίως προς τα τελευταία έτη του Προγράμματος αποτελούν το βασικό σενάριο χωρίς τη λήψη άλλων μέτρων πολιτικής, που σε κάθε περίπτωση θα προσαρμοστούν στους στόχους σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα που θα τεθούν στη βάση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, απαλείφοντας τυχόν υπερβάσεις αυτών. Με δεδομένο συνεπώς ότι το σενάριο βάσης απεικονίζει αποκλειστικά τις ήδη θεσμοθετημένες κυβερνητικές αποφάσεις, δεν αντανακλά τις κυβερνητικές πολιτικές που θα νομοθετηθούν στο μέλλον στη βάση του διαθέσιμου δημοσιονομικού χώρου, που κατά περίπτωση προκύπτει από τον συνδυασμό του Μεσοπρόθεσμου και των νέων στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων, που θα γίνουν γνωστοί σε μεταγενέστερο χρόνο, όταν ολοκληρωθούν οι σχετικές συζητήσεις για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες που θα ισχύσουν στην ευρωζώνη από το 2023 και εντεύθεν», επισημαίνει το Μεσοπρόθεσμο, που κατατέθηκε στη Βουλή και η «μετάφραση» είναι απλή:
Αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις γι' αυτούς τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας- όπως άλλωστε προβλέπει η συζήτηση που έχει ξεκινήσει- τότε τα εκτιμώμενα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα θα γίνουν ελαφρύνσεις.
Πρωτογενές πλεόνασμα 2% το 2023
Οι υπολογισμοί που έχει κάνει το υπουργείο Οικονομικών οδηγούν σε πρωτογενές πλεόνασμα 2% το 2023, σε 2,8% το 2024 και 3,7% το 2025, χωρίς να συνυπολογιστεί το κόστος νέων μόνιμων ελαφρύνσεων. Ποιες θα είναι αυτές; Δεν είναι μυστικό. Η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, που θα μείνει «παγωμένη» και το 2022, η περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, η κατάργηση του Τέλους Επιτηδεύματος και η μείωση των συντελεστών του ΦΠΑ κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες. Όσον αφορά στη β’ φάση της μείωσης του ΕΝΦΙΑ κατά 8%, στο υπουργείο Οικονομικών επιμένουν ότι θα είναι χωρίς κόστος, καθώς θα αξιοποιηθεί το όφελος από την ενσωμάτωση των περίπου 3.500 περιοχών στο αντικειμενικό σύστημα.
Αβεβαιότητες και προκλήσεις
Φυσικά υπάρχουν κίνδυνοι και αβεβαιότητες. Οι εξωγενείς κίνδυνοι για τις οικονομικές προοπτικές περιλαμβάνουν, αφενός, μία μεγαλύτερη επιμονή της πανδημίας (μεταλλάξεις, νέα έξαρση), η οποία θα ανέβαλε εκ νέου την ανάκαμψη προς το 2022 και, αφετέρου, μεγαλύτερες ασυμμετρίες στην ανάκτηση των οικονομικών απωλειών μεταξύ χωρών, σε συνάρτηση με την έκθεση στον Τουρισμό. Πέραν αυτών, εξωτερικούς κινδύνους για την ελληνική οικονομία συνεχίζουν να αποτελούν τυχόν διαταραχές της γεωπολιτικής σταθερότητας, του προσφυγικού και μεταναστευτικού ζητήματος, και της υλοποίησης του Brexit.
Οι ενδογενείς προκλήσεις είναι κυρίως οικονομικές, και συνοψίζονται, βραχυπρόθεσμα, στη στήριξη της ρευστότητας και της αγοράς εργασίας κατά τη μετάβαση στην μετά Covid19 εποχή ώστε να αποσοβηθούν μόνιμες επιπτώσεις στον παραγωγικό ιστό λόγω της πανδημίας, ενώ παράλληλα θα επιδιώκεται βιώσιμη δημοσιονομική πολιτική προς ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Ακριβώς λόγω αυτών των αβεβαιοτήτων, το υπουργείο Οικονομικών «στρέσαρε» το βασικό σενάριο, με τρία εναλλακτικά, προκειμένου να μετρήσει τις επιπτώσεις.
Τα τρια σενάρια
Το πρώτο σενάριο προβλέπει μείωση του ρυθμού ανάπτυξης του πραγματικού ΑΕΠ του έτους 2021 κατά 1%, αλλά αμετάβλητους ρυθμούς ανάπτυξης τα επόμενα έτη. Παρά το αρνητικό ενδεχόμενο, το πραγματικό ΑΕΠ στο τέλος του έτους 2022 υπερβαίνει οριακά το επίπεδο του έτους 2019. Η εξέλιξη αυτή συνεπάγεται τη διαμόρφωση των ισοζυγίων της Γενικής Κυβέρνησης σε επίπεδο σταθερά χαμηλότερο ανά έτος κατά 0,5% του ΑΕΠ, καθώς επίσης και μια αρχική αύξηση στο ποσοστό Χρέους κατά 2,1% του ΑΕΠ η οποία όμως επηρεάζει και τα επόμενα έτη.
Το δεύτερο σενάριο προβλέπει αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης του πραγματικού ΑΕΠ του έτους 2021 της τάξεως του 1%, που δεν θα επιδράσει όμως στους ρυθμούς ανάπτυξης των επόμενων ετών. Στο δημοσιονομικό σκέλος, το ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης διαμορφώνεται σε επίπεδο σταθερά υψηλότερο ανά έτος κατά 0,5% του ΑΕΠ και διαμορφώνονται θετικές τιμές για το διαρθρωτικό ισοζύγιο ήδη από το 2022, προσεγγίζοντας το 2% του ΑΕΠ το 2024.
Το τρίτο σενάριο στηρίζεται στην υπόθεση ότι θα κινηθούν ανοδικά τα επιτόκια, με την αύξησή τους όμως να πραγματοποιείται σταδιακά και με επιβραδυνόμενο ρυθμό, και να ανέρχεται σε 100 μονάδες βάσης, την τριετία 2022-2024. Η προαναφερόμενη εξέλιξη αναμένεται να έχει ήπια αρνητική επίδραση στο ρυθμό ανάπτυξης, με το πραγματικό ΑΕΠ το 2025 να είναι μόνο κατά 0,19% χαμηλότερο από το αντίστοιχο του σεναρίου βάσης.
Αντίστοιχα, η επίδραση στο ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης διαμορφώνεται στο 0,1% του ΑΕΠ το 2022 και προσεγγίζει το 0,3% κατά το τέλος του χρονικού ορίζοντα της προγραμματικής περιόδου, αλλά η επίδραση στο πρωτογενές πλεόνασμα είναι πολύ χαμηλή, έως 0,1% του ΑΕΠ. Η αρνητική επίδραση στο δημόσιο χρέος είναι επίσης μικρή, με το ποσοστό χρέους να ανέρχεται σε επίπεδο μόλις 0,2% υψηλότερο έναντι της πρόβλεψης του σεναρίου βάσης το 2025.