Από τα χείλη των μελών της Επιτροπής για την πανδημία, κρέμονται οι άνθρωποι του Τουρισμού.
Και αυτό γιατί προσδοκούν ότι μετά τη «θυσία» της χειμερινής περιόδου και των Αποκρεών, είναι εφικτή η έναρξη της θερινής σεζόν από τις αρχές Μαρτίου.
Το σταδιακό «άνοιγμα» ευρωπαϊκών χωρών ενισχύει την αισιοδοξία, παρά τον υψηλό ημερήσιο αριθμό κρουσμάτων, αλλά πάνω απ’ όλα οι «κεραίες» είναι στραμμένες στις κινήσεις των μεγάλων tour operators. Υπό αυτή την έννοια, πλατιά είναι τα χαμόγελα από την έλευση του Viking Sky, η οποία σηματοδότησε την έναρξη της φετινής σεζόν της κρουαζιέρας για τη Θεσσαλονίκη νωρίτερα από κάθε άλλη φορά.
Εκτοξεύθηκαν για φέτος οι κρουαζιέρες
Για το 2022 έχουν ήδη επιβεβαιωθεί 55 αφίξεις κρουαζιερόπλοιων στη Θεσσαλονίκη, έναντι 17 το 2021, ενός το 2020 και μόλις έξι στο προπανδημικό 2019. Μάλιστα, το 55% των αφίξεων κρουαζιέρας του 2022, θα είναι αφίξεις homeporting, αναδεικνύοντας το λιμάνι της Θεσσαλονίκης ως ένα διεθνές λιμάνι επιλογής για έναρξη ή και τερματισμό κρουαζιέρας, με δυνατότητα επιβίβασης ή και αποβίβασης επιβατών. Σύμφωνα με την ΟΛΘ ΑΕ, εκτός από τη «Viking Cruises» και τη «Celestyal Cruises», στον χάρτη των προορισμών τους για φέτος έχουν βάλει τη Θεσσαλονίκη και οι εταιρείες «Azamara Cruises», «Celebrity Cruises», «Croiseurope Cruises», «Hapag Lloyd Cruises», «Mano Cruises», «Noble Caledonia», «Norwegian Cruise Line», «Oceania Cruises» και «Silversea Cruises».
«Διθύραμβοι» για τη Θεσσαλονίκη
Η Θεσσαλονίκη βρέθηκε, μάλιστα, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος για έναν ακόμα λόγο: την ανάδειξη της από την Unesco ως πόλη της γαστρονομίας. Σε εκτενές φωτορεπορτάζ, ο Guardian στην ειδική ταξιδιωτική του ενότητα, αναδεικνύει την τοπική κουζίνα, τις καταβολές από τη Μικρά Ασία, τις συνταγές που ανατρέχουν στην εποχή του Βυζαντίου, αναδεικνύοντας την πτυχή του γαστρονομικού τουρισμού.
Γαστρονομία και οινοτουρισμός ενισχύουν το τουριστικό προϊόν
Σύμφωνα με τη μελέτη για τα Megatrends, που παρουσίασε ο ΣΕΤΕ, ως Γαστρονομικός Τουρισμός ορίζεται η συνολική δραστηριότητα που πηγάζει από τη συμμετοχή των επισκεπτών σε εμπειρίες γαστρονομικού ενδιαφέροντος –ως οριζόντιο στοιχείο που εμπλουτίζει και ενισχύει όλες τις μορφές του τουριστικού προϊόντος. Ο Οινοτουρισμός, για παράδειγμα, αφορά στην παροχή υπηρεσιών υποδοχής, ξενάγησης, φιλοξενίας και εστίασης σε χώρους λειτουργικά ενοποιημένους με οινοποιητικές ή / και οινοπαραγωγικές (αμπελώνες) εγκαταστάσεις.
Και για όσους υποτιμούν το «πακέτο», η παγκόσμια αγορά του Γαστρονομικού Τουρισμού έφτασε τα επίπεδα των 1,1 τρισ. δολαρίων το 2019 και αναμένεται να φτάσει τα 1,3 τρισ δολάρια το 2025, μετά και την συρρίκνωση της στα επίπεδα των 607 δισ. Δολάρια το 2020 λόγω της επίδρασης την πανδημίας.
Γιατί η Ελλάδα θα προσελκύσει τα «βαριά πορτοφόλια»
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η φετινή χρονιά θα έχει πολύ σκληρό ανταγωνισμό με τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με την υποδοχή επισκεπτών από την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη, οι οποίοι έχοντας μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη, δαπανούν και περισσότερα στις διακοπές τους. Υπό αυτό το πρίσμα, έχει μεγάλο ενδιαφέρον η έρευνα του ΙΝΣΕΤΕ με την οποία καταρρίπτεται ο μύθος ότι η Ελλάδα είναι αρκείται στα «λίγα», καθώς από τη σύγκριση με την Ισπανία αποδεικνύεται ότι η Μέση Κατά Κεφαλήν Δαπάνη των Ευρωπαίων στη χώρα μας είναι υψηλότερη από αυτήν στη χώρα της Ιβηρικής, κοινώς η Ελλάδα προσελκύει όλο και περισσότερο τα αποκαλούμενα «βαριά πορτοφόλια».
Στη μελέτη γίνεται προσαρμογή της Μέσης κατά Κεφαλήν Δαπάνης που δημοσιεύουν οι δύο χώρες (€ 1.041 για την Ισπανία και € 584 για την Ελλάδα για το 2020 και € 1.101 και € 564 αντίστοιχα για το 2019) ώστε να αποτυπώνονται συγκρίσιμα μεγέθη και συγκεκριμένα μόνο η δαπάνη που έγινε στην κάθε χώρα (εξαιρουμένου του κόστους μετάβασης) και μόνο για τουρίστες με τουλάχιστον μία διανυκτέρευση. Με βάση αυτή την προσαρμογή, η μέση δαπάνη στην Ελλάδα το 2019 υστερεί αυτής της Ισπανίας κατά € 9 ευρώ (από € 537 βάσει δημοσιευμένων στοιχείων) ενώ το 2020 η μέση δαπάνη στην Ελλάδα υπερτερεί αυτής της Ισπανίας κατά € 41 ευρώ (από 457 Ευρώ).
Μέρος αυτής της διαφοράς οφείλεται στο ότι η Ελλάδα δέχεται μεγάλο αριθμό τουριστών από τις όμορες Βαλκανικές χώρες, με χαμηλότερη Μέση Δαπάνη. Η διαφορά υπέρ της Ελλάδας το 2020, οφείλεται στην αλλαγή του μίγματος αγορών, με αύξηση του μεριδίου των κύριων αγορών μας και μείωση των βαλκανικών. Για να γίνει, λοιπόν, σύγκριση μεταξύ των δύο χωρών, υποτέθηκε ότι η Ελλάδα έχει το ίδιο market mix με την Ισπανία. Με την υπόθεση εργασίας, η διαφορά στη μέση δαπάνη που μένει στην κάθε χώρα αντιστρέφεται υπέρ της Ελλάδας, κατά 44 Ευρώ για το 2019 και κατά 68 Ευρώ για το 2020.