Το Χρηματιστήριο της Αθήνας προεξοφλεί την αναδιάταξη του τραπεζικού κλάδου και έχει κάθε λόγο μετά τη δημοσίευση της στρατηγικής αποεπένδυσης από τον μέτοχο των ελληνικών τραπεζών το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Οι τραπεζικές μετοχές καταγράφουν συνεχή άνοδο και στο επίκεντρο της αποεπένδυσης του δημοσίου έχουν βρεθεί για το επενδυτικό κοινό οι μετοχές της Εθνικής και της Πειραιώς, με δεδομένα τα υψηλότερα ποσοστά ελέγχου, 40% στην πρώτη και 27% στη δεύτερη.
Ωστόσο, η προσοχή είναι στραμμένη ιδιαίτερα στην Εθνική Τράπεζα, η διοίκηση της οποίας σε αντίθεση με τον ανταγωνισμό επιδεικνύει μια έντονη εσωστρέφεια, δεν εμπλουτίζει με ζήλο και θέρμη τα προϊόντα που προσφέρει και έχει επαναπαυθεί στην ασφάλεια που της προσφέρει η αγκαλιά του δημοσίου. Ποιος δεν θυμάται την ένεση των 500 εκατ. ευρώ το 2020 από το swap των ομολόγων του Titlos. Ένεση που έδωσε την άνεση στον διευθύνοντα σύμβουλο της Εθνικής Τράπεζας Παύλο Μυλωνά να προχωρήσει σε μεγάλη τιτλοποίηση μη εξυπηρετούμενων δανείων και να καλύψει τη ζημία από την πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής με ιδιαίτερα χαμηλό τίμημα. Συναλλαγή που θέλει να ξεχάσει η διοίκηση της τράπεζας.
Η ανάγκη για λήθη
Όντως, η πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής έγινε με ιδιαίτερα χαμηλό τίμημα μόλις 347 εκατ. ευρώ, συν ένα ποσό της τάξεως των 120 εκατ. ευρώ -τίμημα υπό αίρεση-, το οποίο θα εισπράξει η Εθνική Τράπεζα σε βάθος 5ετίας υπό αυστηρούς όρους, προϋποθέσεις και αιρέσεις.
Σαν να μην έφθασε αυτό, η δομή της συμφωνίας ήταν η εξής: η Εθνική Τράπεζα πούλησε το 100% της Εθνικής Ασφαλιστικής στην εταιρεία ειδικού σκοπού «Ethniki Holdings» που ίδρυσε ο αγοραστής και εν συνεχεία πληρώνει (η διοίκηση του Παύλου Μυλωνά) 38,5 εκατ. ευρώ για να αγοράσει το 9,99% της Εθνικής Ασφαλιστικής. Και σημειωτέον: η Εθνική Τράπεζα είχε αποτιμήσει στα βιβλία της την Εθνική Ασφαλιστική στα 550 εκατ. ευρώ και σαφώς πήρε χαμηλότερο τίμημα.
Ουσιαστικά, πρόκειται για το ξεπούλημα της μεγαλύτερης ασφαλιστικής εταιρείας της χώρας έναντι πινακίου φακής και με ταυτόχρονη ανάληψη ρίσκων σε βάθος 15ετίας για την Εθνική Τράπεζα, γεγονός για το οποίο η διοίκηση του Παύλου Μυλωνά δεν μπορεί να είναι ικανοποιημένη, τουναντίον θα έπρεπε να ζυγίσει καλύτερα τα πράγματα, παρά τις ομολογουμένως σκληρές πιέσεις από τους Ευρωπαίους με δεδομένη τη δέσμευση της τράπεζας να πωλήσει το πολύτιμο asset.
Το ζήτημα αποκτά πλέον μεγαλύτερη σημασία δεδομένου ότι όταν πωλήθηκε η Εθνική Ασφαλιστική τα επιτόκια σε ευρωπαϊκό επίπεδο ήταν μηδενικά. Και, άρα, εκ των πραγμάτων, το επιτόκιο των συμβολαίων, επενδυτικών, ασφαλιστικών αλλά και τραπεζοασφαλιστικών, ήταν εξίσου μικρό, γεγονός που επηρέαζε αναλόγως τα έσοδα.
Σήμερα, όμως, η κατάσταση έχει αλλάξει. Τα επιτόκια έχουν αυξηθεί, θα αυξηθούν κι άλλο και η Εθνική Ασφαλιστική έχει μπροστά της πεδίο δόξης λαμπρό. Σημειωτέον ότι το deal πώλησης, η αποτίμηση δηλαδή της Εθνικής Ασφαλιστικής, συμπεριέλαβε σοβαρά το τότε μειονέκτημα των χαμηλών επιτοκίων.
Τα συμφέροντα της Εθνικής Τράπεζας πλήττονται, στο πλαίσιο της συμφωνίας, ακόμη περισσότερο, καθώς με βάση τη σύμβαση πώλησης η Εθνική Τράπεζα, η διοίκηση δηλαδή του Παύλου Μυλωνά, δεσμεύθηκε να αποζημιώσει το CVC στην περίπτωση που επιδεινωθούν τα αποθεματικά εξαιτίας των προβλημάτων που φέρουν τα παλαιά συμβόλαια υγείας και ισόβιας κάλυψης. Η κατανομή κινδύνου στην περίπτωση αυτή είναι 77,5% για την Εθνική Τράπεζα και 22,5% για τον αγοραστή της Εθνικής Ασφαλιστικής!
Είναι πασιφανές από τους όρους ότι η διοίκηση Μυλωνά ανέλαβε ρίσκα και ευθύνες σε βάθος 15ετίας που δεν αναλογούν σε έναν πωλητή και μάλιστα μιας υγιούς και με ισχυρές προοπτικές παραγωγής εσόδων ασφαλιστικής εταιρείας.
Το επιχείρημα της διοίκησης της Εθνικής Τράπεζας ότι οι προηγούμενοι είχαν δεσμευθεί για την πώληση της θυγατρικής είναι σωστό, καθώς οι ελληνικές τράπεζες λόγω των ανακεφαλαιοποιήσεων είχαν αναλάβει δεσμεύσεις για πώληση περιουσιακών στοιχείων. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι το περιουσιακό στοιχείο πρέπει να πουληθεί όσο-όσο και με βλαπτικό τρόπο για τα συμφέροντα της τράπεζας.
+30% οι προμήθειες στη λιανική
Κι ενώ η Εθνική Τράπεζα έχει στηριχθεί οικονομικά από το Δημόσιο, το χαράτσι στις συναλλαγές συνεχίζεται.
Με βάση τις οικονομικές καταστάσεις του εννεαμήνου, η τράπεζα, η οποία ανήκει κατά 40% στο δημόσιο μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, κατέγραψε αύξηση των εσόδων από προμήθειες στη λιανική κατά 30%. Οι προμήθειες από τις πληρωμές που έκαναν τα φυσικά πρόσωπα αυξήθηκαν κατά 23%, από τις καταθέσεις κατά 29% και από τα επενδυτικά και τραπεζοασφαλιστικά προϊόντα κατά 25%.
Μήπως ως επί το πλείστον αν και έμμεσα κρατική τράπεζα θα έπρεπε η διοίκηση του Παύλου Μυλωνά να δώσει τον τόνο στην αγορά και να προχωρήσει σε μια κίνηση ουσιαστικής μείωσης των προμηθειών; Εξάλλου, η κυβέρνηση επαναλαμβάνει σε όλους τους τόνους ότι πρέπει να μειωθούν οι χρεώσεις/προμήθειες τις οποίες επιβάλλουν οι τράπεζες.