Όπως εκτιμά η μεγάλη πλειοψηφία των εν Γαλλία πολιτικών παρατηρητών, αν δεν υπάρξει κάποια μεγάλη έκπληξη της τελευταίας στιγμής, το πιθανότερο σενάριο είναι η υπερψήφιση της πρότασης μομφής και η ανατροπή της κυβέρνησης Μπαρνιέ.
Η ειδική αναφορά της ελληνικής πρεσβείας «φωτίζει» τις επιπτώσεις στην οικονομία της Γαλλίας και πολύ περισσότερο τους πιθανούς κραδασμούς σε όλη την Ευρωζώνη, ειδικά από τη στιγμή που και ο έτερος ισχυρός πόλος- η Γερμανία- έχει μπει σε φάση εσωστρέφειας.
Σύμφωνα με κυβερνητικούς παράγοντες, καθώς και τον ίδιο τον πρωθυπουργό, μία τέτοια εξέλιξη θα επέφερε καταιγίδα στις διεθνείς αγορές, κίνδυνο χάους, πολιτικό αδιέξοδο βαρύτατες επιπτώσεις για τη δημοσιονομική κατάσταση της Γαλλίας. Ωστόσο, ορισμένοι αναλυτές επιχειρούν μία πιο ψύχραιμη προσέγγιση στο θέμα της αντιμετώπισης της κρίσης.
Η… ψύχραιμη ανάλυση
Σύμφωνα με αυτούς, ανεξαρτήτως της κυβέρνησης που θα διαδεχθεί την παρούσα κυβέρνηση Μπαρνιέ, το πιθανότερο ενδεχόμενο για να αποφευχθεί το «shutdown», το ενδεχόμενο δηλαδή διακοπής της λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών, είναι η ψήφιση ενός ειδικού νόμου από το Κοινοβούλιο, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 47 του γαλλικού Συντάγματος. Το εν λόγω άρθρο προβλέπει τη δυνατότητα εξασφάλισης της ομαλής λειτουργίας των θεσμών και των δημοσίων υπηρεσιών με βάση τον προϋπολογισμό του τρέχοντος έτους και την είσπραξη των φόρων και την καταβολή πιστώσεων με διατάγματα, ιδιαίτερα για τις υπηρεσίες που κρίνονται απαραίτητες για την ομαλή λειτουργία του κρατικού μηχανισμού.
Μία τέτοια εξέλιξη θα είχε προφανείς δημοσιονομικές επιπτώσεις. Η τιμαριθμική αναπροσαρμογή των συντάξεων θα επιτρεπόταν στη βάση του περσινού προϋπολογισμού, ενώ η μη τιμαριθμική αναπροσαρμογή της κλίμακας του φόρου εισοδήματος θα οδηγούσε σε αύξηση της φορολογίας
17 εκατομμυρίων νοικοκυριών και θα απέφερε πρόσθετα έσοδα 4 δισ. ευρώ στα κρατικά ταμεία.
Στο σκέλος των δημοσίων δαπανών, η επαναφορά των προβλεπόμενων από τον περσινό προϋπολογισμό πιστώσεων θα οδηγούσε σε μία σοβαρή συρρίκνωση των δαπανών κατά περίπου 3% λόγω του πληθωρισμού και της αναμενόμενης αύξησης του Α.Ε.Π. Σύμφωνα με τον Mathieu Plane, εξέχοντα οικονομολόγο του Γαλλικού Παρατηρητηρίου Οικονομικής Συγκυρίας (L’Observatoire français des conconctures économiques-OFCE) το ποσό αυτό κυμαίνεται μεταξύ 15 και 18 δισ. ευρώ.
Το πιθανότερο αποτέλεσμα θα ήταν η αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος στο 5,3% το προσεχές έτος, ποσοστό που ισοδυναμεί, σε τελική ανάλυση, με το δημοσιονομικό όφελος από τα μέτρα της κυβέρνησης Μπαρνιέ, μετά τις σημαντικές παραχωρήσεις στις οποίες προέβη λόγω της αποδοχής σειράς τροπολογιών στη Βουλή.
Οι αναταράξεις
Ωστόσο, μία άλλη παράμετρος που πρέπει να συνεκτιμηθεί είναι η υφεσιακή επίδραση της πολιτικής αστάθειας. Το OFCE υπολόγισε ότι το κόστος της πολιτικής αστάθειας στην οικονομική δραστηριότητα θα ανερχόταν σε 0,2% του Α.Ε.Π. το 2025 και θα συνεπαγόταν μείωση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης στο 0,8%. Οι επιχειρήσεις θα μείωναν τις επενδύσεις, ενώ τα νοικοκυριά θα συνέχιζαν να αποταμιεύουν περιορίζοντας την κατανάλωση προ της διαφαινόμενης οικονομικής αβεβαιότητας. Η οικονομική ανάπτυξη για το 2025, σε ένα τέτοιο σενάριο, θα περιοριζόταν στο 0,5% του Α.Ε.Π.
Η προσφυγή στη διαδικασία του ειδικού νόμου του άρθρου 47 του Συντάγματος θα δημιουργούσε προφανώς και ανησυχίες στις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Ήδη, η διαφορά επιτοκίων των δεκαετών ομολόγων Γαλλίας και Γερμανίας έφτασε τις 88 μονάδες βάσης τις τελευταίες μέρες.
Σε περίπτωση ψήφισης από το Κοινοβούλιο ενός ειδικού νόμου για επαναφορά του προϋπολογισμού του τρέχοντος έτους και για το 2025, το spread θα μπορούσε να ξεπεράσει το συμβολικό ύψος των 100 μονάδων βάσης. Όπως αναφέρουν ειδικοί, 100 μονάδες βάσης συνεπάγονται πρόσθετη δαπάνη εξυπηρέτησης του χρέους ύψους 30 δισ. ευρώ το χρόνο, ποσό αντίστοιχο με τις επενδύσεις που απαιτούνται για τη χρηματοδότηση της μετάβασης στην πράσινη οικονομία.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, αρνητική θα είναι και η επίδραση της πολιτικής αστάθειας και στα –ήδη βεβαρημένα- οικονομικά του συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης. Συγκεκριμένα, όπως εξήγησε την περασμένη Δευτέρα ο Υπουργός Οικονομικών, αρμόδιος για τον προϋπολογισμό Laurent Saint-Martin, σε περίπτωση που υιοθετούνταν τα διορθωτικά μέτρα του προταθέντος σχεδίου νόμου προϋπολογισμού, το έλλειμμα του συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης θα έφτανε φέτος τα 18,3 δισ. ευρώ. Σε αντίθετη περίπτωση, μη λήψης δηλαδή μέτρων εξοικονόμησης δαπανών, αυτό εκτιμάται ότι θα πλησίαζε τα 30 δισ. ευρώ. Σημειώνεται ότι το Γαλλικό Ελεγκτικό Συνέδριο είχε διατυπώσει σχετική ανησυχία από την περασμένη Άνοιξη.
Μία άλλη σημαντική παράμετρος είναι ασφαλώς ο αντίκτυπος μίας τέτοιας προσέγγισης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Υπενθυμίζεται ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας ενισχυμένης εποπτείας, η Ευρωπαϊκή Ένωση ενέκρινε το επταετές πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής. Σε περίπτωση, όμως, αδυναμίας εφαρμογής του, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα αναγκαστεί να επανέλθει και να επανεξετάσει το εν λόγω πρόγραμμα ή και να επιβάλει πρόστιμο της τάξεως του 0,05% του Α.Ε.Π., ήτοι 1,5 δισ. ευρώ ανά εξάμηνο. Η σχετική διαδικασία δεν έχει εφαρμοστεί ποτέ μέχρι σήμερα για κανένα ευρωπαϊκό κράτος.
Σημαντικές θα είναι και οι επιπτώσεις για την πιστοληπτική αξιοπιστία της Γαλλίας. Μία τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε τις διεθνείς κεφαλαιαγορές σε μία αύξηση του κόστους δανεισμού στο επίπεδο ενδεχομένως της Ιταλίας και θα εξανάγκαζε τη γαλλική κυβέρνηση να διασφαλίσει για τα επόμενα χρόνια πρωτογενή πλεονάσματα, προκειμένου να είναι σε θέση να εξυπηρετήσει το Χρέος της.