Ήταν Ιούλιος του 2022, στην κορύφωση της ενεργειακής κρίσης, όταν η ΕΚΤ πάτησε το κουμπί στις αυξήσεις επιτοκίων.
Μετά από δέκα ψυχρολουσίες για νοικοκυριά- αλλά και τις επιχειρήσεις- με τις δόσεις των παλιών στεγαστικών δανείων να “φουσκώνουν” κατά τουλάχιστον 250 ευρώ και την απόκτηση στέγης να καθίσταται σχεδόν απαγορευτική για τα μικρομεσαία βαλάντια, η Κ. Λαγκάρντ από την Αθήνα πάτησε το κουμπί του “stop”, βρίσκοντας το επιτόκιο της ΕΚΤ σκαρφαλωμένο στο 4%. Είναι άραγε αυτό το “ταβάνι”;
Εξαιρετικά πρόωρη η συζήτηση για μειώσεις επιτοκίων
Το μήνυμα που έχουν εκπέμψει προ πολλού τα αποκαλούμενα “περιστέρια”- μεταξύ των οποίων ο Γ. Στουρνάρας- στις συνεδριάσεις της ΕΚΤ είναι ότι ήδη κινούμαστε στη κόψη του ξυραφιού κι ότι οποιαδήποτε άλλη αύξηση επιτοκίων θα επιβαρύνει την οικονομία της Ευρώπης, που πασχίζει να ορθοποδήσει μετά τις αλλεπάλληλες κρίσεις. Όπως τονίζουν, άλλωστε, αρμόδιες πηγές, οι επιπτώσεις από τις αυξήσεις επιτοκίων θα φανούν στο επόμενο 8μηνο.
Από την άλλη, τα αποκαλούμενα “γεράκια”- μεταξύ των οποίων ο Γερμανός Κεντρικός Τραπεζίτης Νάγκελ- επιμένουν να κραδαίνουν την απειλή του πληθωρισμού. Ποιες θα είναι οι επόμενες κινήσεις;
Αν στοιχημάτιζε κανείς πριν από κάνα μήνα πώς θα κινηθεί η ΕΚΤ μετά το ορόσημο του 4%, οι πιθανότητες θα ήταν ότι τα επιτόκια θα διατηρηθούν σε αυτά τα επίπεδα για περίπου 12- 16 μήνες, πριν ξεκινήσει η όποια αποκλιμάκωση τους, παρά το ότι ο πληθωρισμός δεν υποχωρεί με την ταχύτητα που προσδοκούσαν πολλοί στη Φρανκφούρτη και στις Βρυξέλλες. Τα δεδομένα, ωστόσο, δείχνουν να έχουν αλλάξει και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η Κ. Λαγκάρντ όχι μόνο έδειξε απρόθυμη να δώσει έναν ορίζοντα για τις πρώτες μειώσεις επιτοκίων, αλλά δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να δούμε και νέα/νέες αυξήσεις επιτοκίων.
Τι είναι αυτό που φοβίζει την Κ. Λαγκάρντ; Μέχρι πρότινος, βασική πηγή ανησυχίας ήταν ότι οι ανατιμήσεις είχαν διαχυθεί και στο πεδίο των υπηρεσιών, ανατροφοδοτώντας ένα φαύλο κύκλο πληθωριστικών πιέσεων. Πλέον, ειδικά μετά τις εξελίξεις στη Μ. Ανατολή, η προσοχή είναι στραμμένη εκ νέου στο πεδίο της Ενέργειας.
Το θρίλερ με τις τιμές των τροφίμων και των καυσίμων
Μετά από πολλές αναθεωρήσεις, οι τεχνοκράτες στη Φρανκφούρτη και τις Βρυξέλλες στήριξαν τις μακροοικονομικές τους παραδοχές για το 2023- 2024 στο ότι το πετρέλαιο δεν θα ξεπεράσει φέτος τα 83 δολάρια και τα 82 δολάρια την επόμενη χρονιά. Δυστυχώς οι εξελίξεις δεν τους επιβεβαιώνουν, ενώ οι προβλέψεις είναι μάλλον δυσοίωνες.
Ιστορικά, το Brent έφτασε στο υψηλότερο σημείο όλων των εποχών, στα 147,50 δολάρια τον Ιούλιο του 2008. Τον Ιούνιο του 2022, στην “καρδιά” της ενεργειακής κρίσης, το πετρέλαιο άγγιξε τα 120 δολάρια. Ένα χρόνο αργότερα είχε “βουτήξει” στα 72 δολάρια, ωστόσο αυτό δεν ήταν το τέλος των υψηλών τιμών.
Σύμφωνα με την Trading Economics, το Brent αναμένεται να διαπραγματεύεται στα 94,57 δολάρια μέχρι το τέλος του τρέχοντος τριμήνου, ενώ εκτιμάται ότι θα διαπραγματεύεται στα 101,93 δολάρια σε 12 μήνες, με ό,τι συνεπάγεται φυσικά αυτό για τις λιανικές τιμές των καυσίμων, τα κόστη μεταφορών και τα κόστη παραγωγής.
Ανάλογος προβληματισμός αναδύεται και για το φυσικό αέριο, το οποίο κινείται γύρω στα 50 ευρώ, δηλαδή γύρω στα 7 ευρώ πάνω από το βασικό σενάριο της ΕΚΤ, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας.
Δεν είναι, όμως, ο “πονοκέφαλος” της Ενέργειας. Αν και απέχουμε από την... τρέλα του 2021- 2022, οι τιμές των τροφίμων καταγράφουν επίμονες, διψήφιες αυξήσεις κι αν δεν ήταν πολύ ψηλά η βάση σύγκρισης με πέρσι, είναι βέβαιο ότι ο γενικός δείκτης του πληθωρισμού θα ήταν διαφορετικός.
Αναμφίβολα τα φώτα πέφτουν πάνω στις διακυμάνσεις της τιμής του σιταριού, της ζάχαρης, του καλαμποκιού, του ρυζιού, που επηρεάζουν τη βιομηχανία τροφίμων.
Τα καλά και τα κακά νέα
Τα καλά νέα είναι ότι οι συνθήκες του El -Ninio αναμένεται, μεν, να ενισχυθούν με πιθανότητα 80% κατά το διάστημα Ιανουαρίου-Μαρτίου 2024, αλλά με τις εκτιμήσεις να κάνουν αναφορά για ηπιότερο αρνητικό αντίκτυπο στις καλλιέργειες από το El-Ninio του 2015/16.
Τα κακά νέα είναι ότι η αναντιστοιχία προσφοράς- ζήτησης δημιουργεί ή συντηρεί ανοδικές τάσεις στις τιμές. Χαρακτηριστική περίπτωση το σιτάρι, όπου σύμφωνα με την ανάλυση της Τράπεζας Πειραιώς, είναι πιθανό το έλλειμμα προσφοράς σε σχέση με τη ζήτηση να λειτουργήσει θετικά στην τιμή του, κάτι που αποτυπώθηκε πρόσφατα, όπως και η κίνηση της Κίνας να εντείνει τις εισαγωγές και οι γεωπολιτικές ανησυχίες στη Μ. Ανατολή. Όμως, η συνέχιση των ρωσικών εξαγωγών πιθανά να λειτουργήσει επιβαρυντικά στην τιμή.
Όσον αφορά στη ζάχαρη, που κινείται σε υπερδιπλάσια τιμή σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα, είναι πιθανό η σύσφιγξη στην προσφορά (παραγωγή και αποθέματα) σε σχέση με τη ζήτηση, να ενισχύσει την τιμή της. Παράλληλα, οι ανησυχίες της αγοράς για τον βραδύτερο ρυθμό των βραζιλιάνικων εξαγωγών ζάχαρης, λόγω προβλημάτων που παρατηρούνται στην εφοδιαστική αλυσίδα (δυσμενείς καιρικές συνθήκες στην φόρτωση των πλοίων στα λιμάνια της Βραζιλίας) αποτελούν έναν ακόμη ανοδικό κίνδυνο για την τιμή της, κάτι που αποτυπώθηκε πρόσφατα στην τιμή της σε υψηλό ενός μήνα.