Η καρέκλα του υπουργού Οικονομικών είναι «ηλεκτρική» κι αυτό είχε την ευκαιρία να το διαπιστώσει και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο οποίος ξαφνικά βρέθηκε στη μέση της εσωκομματικής διαμάχης για τα αίτια της βαριάς εκλογικής ήττας την περασμένη Κυριακή.
Αυτό που λησμονούν ή κάνουν ότι λησμονούν όσοι σύντροφοι του Ευκλείδη Τσακαλώτου τον εγκάλεσαν για υπερφορολόγηση, είναι ότι από το καλοκαίρι του 2015 τα δημοσιονομικά μέτρα που εφαρμόστηκαν, περνούσαν από το στενό επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου, φυσικά με τη συμμετοχή του υπουργού Οικονομικών κι εν συνεχεία επικυρώνονταν στο Υπουργικό Συμβούλιο. Τουτέστιν, οι επιλογές ήταν και είναι συλλογικές. Γιατί, όμως, οι σύντροφοι του Ε. Τσακαλώτου θυμήθηκαν ετεροχρονισμένα τους φόρους των τελευταίων ετών;
Το πρώτο κύμα φόρων μετά το τρίτο Μνημόνιο
Με την υπογραφή του 3ου Μνημονίου τον Αύγουστο του 2015, ψηφίστηκε και τέθηκε σε εφαρμογή το πρώτο κύμα φορολογικών μέτρων. Όπως αυτά αποτυπώνονται στον Προϋπολογισμό, που ήρθε στη Βουλή λίγους μήνες αργότερα, για το υπόλοιπο του 2005 το βάρος στους φορολογούμενους υπολογίστηκε σε περίπου 1 δις ευρώ, επί συνόλου 1,541 δις δημοσιονομικών παρεμβάσεων.
Σωρευτικά για το 2015- 2016, ο λογαριασμός αυτών των φορολογικών μέτρων υπολογίστηκε σε 3,2 δις ευρώ. Ποια ήταν αυτά τα μέτρα; Οι μαζικές μετατάξεις προϊόντων και υπηρεσιών από ΦΠΑ 13% σε ΦΠΑ 23%, η σταδιακή κατάργηση του ειδικού ΦΠΑ στα νησιά του Αιγαίου, η αύξηση των συντελεστών της έκτακτης εισφοράς, η αύξηση του φόρου των επιχειρήσεων, η αύξηση της προκαταβολής φόρου σε επιχειρήσεις, ελεύθερους επαγγελματίες κι αγρότες, η αύξηση του φόρου στο εισόδημα από ενοίκια, ήταν το βασικό «πακέτο».
Το φοροσόκ από το 2ο κύμα Τσακαλώτου
Στον νόμο 4336 του 2015, δηλαδή στο νόμο όπου ενσωματώθηκε το 3ο Μνημόνιο, υπήρχε, όμως, ο προάγγελος του δευτέρου κύματος φορολογικών μέτρων: 1% του ΑΕΠ από τη φορολογία εισοδήματος, 1% από έμμεσους φόρους, ενώ άλλο 1% είχε προβλεφθεί από το πεδίο των συνταξιοδοτικών δαπανών. Μετά από εκείνη τη φοβερή και τρομερή πολύμηνη διαπραγμάτευση για τη 2η μνημονιακή αξιολόγηση, ήρθε το νέο φοροσόκ. Και μπορεί η αύξηση των φόρων στην κατανάλωση να σάρωσε ακόμα και τα πιο χαμηλά εισοδήματα- ως γνωστόν οι έμμεσοι φόροι δεν έχουν ταξικό πρόσημο- αυτό που τάραξε για τα καλά τα νερά ήταν η πρώτη μείωση του αφορολογήτου.
Ετσι, η έκπτωση φόρου των 2.100 ευρώ κατέβηκε στα 1.900 ευρώ κι αυτό σήμαινε ότι το αφορολόγητο των 9.545 ευρώ κατρακύλησε στις 8.636 ευρώ. Το μέτρο συνοδεύθηκε από αλλαγές στη φορολογική κλίμακα και είναι ενδεικτικό ότι ο πρώτος συντελεστής 22% στα μέσα του 2016 άρχισε να εφαρμόζεται ως τις 22.000 ευρώ εισοδήματος, αντί ως 25.000 ευρώ, που ίσχυε ως τότε.
Επιπλέον, προβλέφθηκε νέος συντελεστής 29% ως τις 30.000 ευρώ, ενώ ως τις 40.000 ευρώ ο συντελεστές ανέβηκε από το 32% στο 37%. Όσον αφορά στον ανώτατο συντελεστή, πήγε από το 42% στο 45%. Επιπλέον, η ειδική εισφορά αλληλεγγύης μετατράπηκε σε μόνιμη παρέμβαση. Το βάρος από τις αλλαγές στη φορολογική κλίμακα υπολογίστηκε σε 984 εκατ. ευρώ για το 2017 και 815 εκατ. ευρώ εφεξής, ενώ οι παρεμβάσεις στην έκτακτη εισφορά υπολογίστηκαν σε 656 εκατ. ευρώ για το 2017 και 1,139 δις ευρώ εφεξής.
Αύξηση ΦΠΑ και άλλοι έμμεσοι φόροι
Ξαναγυρνώντας στο «πακέτο» των έμμεσων φόρων, που αποφασίστηκαν το Μάιο του 2016 για να κλείσει η 2η αξιολόγηση, αυτό συμπεριελάμβανε την αύξηση του ΦΠΑ από το 23% στο 24%, την αύξηση των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης στα καύσιμα, στα τσιγάρα, την επιβολή ΕΦΚ στα ηλεκτρονικά τσιγάρα και στον καφέ, το φόρο διαμονής στα τουριστικά καταλύματα, την αύξηση του ΕΦΚ στην μπύρα κ.λ.π. Επιπλέον, καταργήθηκε η φοροαπαλλαγή των φαρμακευτικών και ιατρικών δαπανών, όπως επίσης η έκπτωση φόρου 1,5% στην παρακράτηση.
Όπως προκύπτει από το Μεσοπρόθεσμο της περιόδου 2018- 2021, το σύνολο των δημοσιονομικών παρεμβάσεων από το 2015 ως το τέλος του 2018 είχε υπολογιστεί σε 8,282 δις ευρώ. Από αυτά, τα 5,538 δις ευρώ ήταν μέτρα φορολογικού χαρακτήρα…