Η ελληνική βιομηχανία θα έπρεπε να... σαρώνει στην αγορά των ΗΠΑ για τουλάχιστον τρεις λόγους. Η έντονη παρουσία της ελληνικής κοινότητας σε Ανατολή και Δύση, η δραστηριοποίηση της ελληνικής ομογένειας στον κλάδο της εστίασης, η άριστη φήμη που έχει η μεσογειακή διατροφή ειδικά στις ομάδες πληθυσμού με υψηλό βιοτικό και εισοδηματικό επίπεδο, θα έπρεπε να λειτουργούν ως διαβατήριο για τις εξωστρεφείς επιχειρήσεις του κλάδου.
Ωστόσο, τα στοιχεία δείχνουν ότι λείπουν πολλά, για να ισχυριστεί κανείς ότι τα ελληνικά τρόφιμα έχουν κατακτήσει την αμερικανική αγορά. Αναμφίβολα, το μεγάλο μέγεθος και η έκταση της αγοράς επηρεάζουν άμεσα τόσο το κόστος μεταφοράς, όσο και τον απαιτούμενο όγκο παραγωγής για την κάλυψή της.
Όπως επισημαίνει, δε, το Γραφείο Οικονομικών κι Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στην Ουάσιγκτον, με εξαίρεση τις γειτονικές χώρες, που χάρη σε πλήθος διμερών και πολυμερών συμφωνιών, έχει διαμορφωθεί ένα ευνοϊκό κλίμα για τις εισαγωγές αγαθών στις ΗΠΑ, οι εισαγωγές από μη γειτονικές χώρες αντιμετωπίζουν, κατά περίπτωση, δασμολογικά και μη, εμπόδια.
«Αγκάθι» είναι και η διαμεσολάβηση («μεσιτεία»). Η διαμεσολάβηση στις ΗΠΑ, σε αντίθεση με άλλες χώρες, επεκτείνεται, σχεδόν, σε όλους τους κλάδους της αγοράς. Στον κλάδο των τροφίμων και ποτών, η διαμεσολάβηση καθίσταται ιδιαίτερα σημαντική, επειδή, με εξαίρεση τις πολύ μεγάλες αλυσίδες υπεραγορών, η πλειονότητα των σημείων λιανικής πώλησης (υπεραγορές, καταστήματα, εστιατόρια κ.α.) δεν εισάγει προϊόντα απευθείας από το εξωτερικό. Φυσικά, το μεγαλύτερο εμπόδιο είναι ο ανταγωνισμός για το μερίδιο σε μια τόσο μεγάλη αγορά, ο οποίος προσελκύει πλήθος ομοειδών διατροφικών προϊόντων, επίσης υψηλής ποιότητας και μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις, με χαμηλότερη τιμή από τα αντίστοιχα ελληνικά.