«Ανοικτό» το έκτακτο επίδομα για συνταξιούχους με προσωπική διαφορά.
Στοίχημα πρώτο, να εκδοθούν 40.000 επικουρικές συντάξεις ως το τέλος του μήνα. Στοίχημα δεύτερο, η κάλυψη με ένα κονδύλι περίπου 60 εκ ευρώ, άλλων 40.000 συνταξιούχων που θα πάρουν έστω προκαταβολή της επικουρικής τους.
Σύμφωνα με την τροπολογία, που παρουσίασε στη Βουλή ο Κ. Χατζηδάκης, η προκαταβολή αυτή θα καταβληθεί ως τις 15 Μαρτίου, δηλαδή σε περίπου ένα μήνα και το ύψος της ισούται με το γινόμενο του αριθμού των μηνών που μεσολαβούν, μεταξύ της υποβολής της αίτησης για χορήγηση επικουρικής σύνταξης και της 31ης Ιανουαρίου, πολλαπλασιαζόμενου με:
- 100 ευρώ για χορήγηση επικουρικής σύνταξης λόγω γήρατος
- 50 ευρώ για χορήγηση επικουρικής σύνταξης λόγω αναπηρίας, καθώς και για χορήγηση επικουρικής σύνταξης λόγω θανάτου
- 25 ευρώ για τα δικαιοδόχα τέκνα, για τη χορήγηση επικουρικής σύνταξης λόγω θανάτου
Ας δούμε πρακτικά τι σημαίνει αυτό, με βάση τις εκκρεμότητες του πρώην ΕΤΕΑΜ. Η συντριπτική πλειοψηφία των αιτήσεων σε αναμονή, δηλαδή πάνω από το 60%, αφορά στη διετία 2021- 2022, άρα επί της ουσίας η προκαταβολή επί των αναδρομικών υπολογίζεται επί περίπου 24 μηνών. Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις- όχι λίγες- όπου η αναμονή χτυπάει “κόκκινο” και ξεπερνάει ακόμα και τα 13 χρόνια. Πώς κλιμακώνονται, λοιπόν, οι πληρωμές;
- Η πλειοψηφία, με αιτήσεις 2021- 2022: 1.200- 2.400 ευρώ
- 24.185 συνταξιούχοι σε αναμονή 3 ως 8 χρόνια: 3.600- 9.600 ευρώ
- 2.124 συνταξιούχοι σε αναμονή 9 ως 13 χρόνια: 10.800- 15.600 ευρώ
Για την πίστωση αυτής της προκαταβολής, οι συνταξιούχοι δεν χρειάζεται να κάνουν κάποια ενέργεια, αφού το ίδιο το σύστημα θα αναλάβει τη διαδικασία. Κι αυτό αν μη τι άλλο είναι ένα ακόμα στοίχημα, τεχνικό μεν αλλά ουσιαστικό για τους 40.000 που περιμένουν έστω αυτήν την προκαταβολή.
Επειδή, όμως, ελλοχεύει ο κίνδυνος κάποιοι να προσδοκούν την προκαταβολή αλλά να μην πληρούν τις προϋποθέσεις, η επίμαχη τροπολογία ορίζει τα εξής:
- Να έχει ήδη εκδοθεί η κύρια σύνταξη
- Η αίτηση για την επικουρική να έχει υποβληθεί ως 30 Ιουνίου 2022
- Ο συνταξιούχος να έχει συμπληρώσει κατ' ελάχιστον 15 έτη επικουρικής ασφάλισης ή 4.500 ημέρες επικουρικής ασφάλισης.
Επιπλέον, για να μη δημιουργούνται λανθασμένες εντυπώσεις ότι αυτή η προκαταβολή είναι κάτι σαν έκτακτο επίδομα, από το υπουργείο Εργασίας ξεκαθαρίζουν ότι η προκαταβολή απλώς συμψηφίζεται με τα ποσά επικουρικής σύνταξης που θα χορηγηθούν με την οριστική απόφαση χορήγησης επικουρικής σύνταξης. Επίσης, ενώ η προκαταβολή είναι ανεκχώρητη και ακατάσχετη στα χέρια του Δημοσίου ή τρίτων, από τα ποσά της οριστικής επικουρικής σύνταξης παρακρατούνται και οφειλές στον e-Ε.Φ.Κ.Α. από ασφαλιστικές εισφορές επικουρικής ασφάλισης.
Το έκτακτο επίδομα προσωπικής διαφοράς
Στο τέλος του μήνα αναμένεται να “κλειδώσει” και το έκτακτο επίδομα για τους συνταξιούχους με προσωπική διαφορά. Το βασικό σενάριο προβλέπει ότι θα το λάβουν περίπου 135.000 συνταξιούχοι με προσωπική διαφορά, που κινούνται κυρίως μεταξύ 800 και 1.000 ευρώ κι ως εκ τούτου δεν πήραν ούτε την ενίσχυση των 250 ευρώ τα Χριστούγεννα ούτε έχουν όφελος από την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης. Το έκτακτο επίδομα υπολογίζεται ότι μπορεί να φτάσει στα 300 ευρώ, με συνολικό κόστος γύρω στα 40 εκ ευρώ.
Αναλόγως του εύρους του διαθέσιμου δημοσιονομικού χώρου και του πώς θα αποφασιστεί να διανεμηθεί, υπάρχει και σενάριο διεύρυνσης της βάσης των δικαιούχων αυτού του επιδόματος, καθώς οι συνταξιούχοι με προσωπική διαφορά φτάνουν συνολικά στις 910.000. Σε μια τέτοια περίπτωση, το επίδομα δεν θα είναι οριζόντιο αλλά κλιμακωτό ανάλογα με το ύψος της σύνταξης.
Από τη μεριά τους οι συνταξιούχοι της ΕΝΔΙΣΥ σημειώνουν ότι ακόμα κι όσοι δεν είχαν προσωπική διαφορά ή αυτή ήταν περιορισμένη, δεν είδαν στην τσέπη τους την αύξηση που περίμεναν, λόγω φορολογικών κρατήσεων. Για παράδειγμα, συνταξιούχος, με αποδοχές 1.391 ευρώ, με την αύξηση του 7,75%, θα έπρεπε να λάβει αύξηση 107,80 ευρώ (μικτά), ωστόσο αυτή περιορίστηκε στα 47 ευρώ καθαρά. Αιτία είναι αφενός η αυξημένη φορολόγηση, με συνέπεια να γίνει πρόσθετη παρακράτηση στην πηγή, αφετέρου η ασφαλιστική Εισφορά Αλληλεγγύης, που όσο ήταν κάτω από 1.400 ευρώ ήταν μηδενική.