Η πανδημία και οι επιπτώσεις στο πεδίο της Υγείας, έδωσαν την αφορμή για την αναζήτηση του «αποτυπώματος της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας στην οικονομία.
Σύμφωνα με την ετήσια έρευνα που εκπόνησε το ΙΟΒΕ με τη συνεργασία του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος, η συνολική συνεισφορά του κλάδου του φαρμάκου σε όρους ΑΕΠ εκτιμάται σε 6,7 δισεκ. ευρώ (3,6% του ΑΕΠ) το 2019. Έτσι, για κάθε 1 ευρώ προστιθέμενης αξίας των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο του φαρμάκου, δημιουργούνται άλλα 3,3 ευρώ στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας. Σε όρους απασχόλησης, η συνολική συνεισφορά εκτιμάται σε 153 χιλ. θέσεις εργασίας (ή 3,9% της συνολικής απασχόλησης). Δηλαδή, κάθε θέση εργασίας στον κλάδο του φαρμάκου υποστηρίζει άλλες 3 ισοδύναμες θέσεις πλήρους απασχόλησης συνολικά στην οικονομία. Σημαντική είναι και η επίδραση στα φορολογικά έσοδα από τη δραστηριότητα του κλάδου φαρμάκου, καθώς εκτιμάται στα περίπου στα 2 δισεκ ευρώ.
Σημαντική παραμένει η αναπτυξιακή προοπτική της φαρμακοβιομηχανίας, καθώς η δαπάνη για Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α), αντιπροσωπεύει το 5% της συνολικής ιδιωτικής δαπάνης για Ε&Α στην Ελλάδα (2017), ενώ από το 2002 μέχρι και το 2020 διεξήχθησαν 3.114 κλινικές μελέτες ανεξαρτήτου τύπου και φάσης (1.800 ολοκληρωμένες). Η παραγωγή φαρμακευτικών προϊόντων σε αξία το 2019 ανήλθε σε 1,4 δισεκ. ευρώ, ενώ η προστιθέμενη αξία στα 1,2 δισεκ. ευρώ (6,6% μερίδιο στον κλάδο της μεταποίησης). Οι απασχολούμενοι στην παραγωγή φαρμακευτικών προϊόντων και σκευασμάτων ξεπέρασαν τα 23,3 χιλ. άτομα το 2020, με το 57,1% των απασχολούμενων να είναι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης (για το 2018). Σημαντικός είναι και ο ρόλος του φαρμακευτικού κλάδου στο συνολικό εξωτερικό εμπόριο, καθώς οι εξαγωγές φαρμακευτικών προϊόντων ανήλθαν το 2020 σε 2,9 δισεκ. Ευρώ και αντιστοιχούν στο 9,4% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών όλων των αγαθών για το 2020.
Όπως επισημαίνεται στην Έκθεση, οι ανάγκες του πληθυσμού για δαπάνες υγείας και φαρμάκου επηρεάζονται από τις συνήθεις δημογραφικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο τομέας της υγείας στη χώρα μας. Χαρακτηριστικά, η διαχρονική μείωση των γεννήσεων (κατά 41 χιλ. άτομα το 2019) και η αύξηση του γηραιότερου πληθυσμού (άνω των 65 ετών), από 22,3% του συνολικού πληθυσμού το 2020 στο 33,5% το 2060, οδηγούν σε αυξανόμενη ανάγκη για δημόσια χρηματοδότηση σε υγειονομική περίθαλψη και φαρμακευτική κάλυψη. Η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα έχει ενισχυθεί σημαντικά, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι αυτή μπορεί να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα σε ένα περιβάλλον μακροχρόνιας ανεργίας και μείωσης του εισοδήματος.
Στον τομέα των δαπανών για φαρμακευτική κάλυψη, στην Ελλάδα η συνολική εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη διαμορφώθηκε στα 3,9 δισεκ. ευρώ το 2020 (εκ των οποίων μόλις τα 2 δισεκ. Ευρώ αποτελούν δημόσια χρηματοδότηση). Το βάρος παραμένει στους ασθενείς και στον ιδιωτικό τομέα με το μεγαλύτερο μέρος να το επωμίζεται ο φαρμακευτικός κλάδος, μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών και εκπτώσεων (clawback & rebates) που καταβάλλει, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που καταβλήθηκαν για τη συγκράτησή τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι η φαρμακευτική βιομηχανία συνεχίζει να καλύπτει τις ανάγκες των Ελλήνων ασθενών σε φάρμακα, μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών, διαθέτοντας δωρεάν πάνω από 1 στα 3 φάρμακα (36%) σε εξωνοσοκομειακό και σχεδόν 1 στα 2 φάρμακα (50%) σε νοσοκομειακό επίπεδο