Η έλλειψη επενδύσεων κάθε μορφής είναι ένα διαχρονικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας. Είτε πρόκειται για άμεσες ξένες επενδύσεις, είτε για εγχώριες παραγωγικές επενδύσεις, είτε για δημόσιες, το ελληνικό παραγωγικό μοντέλο και κυρίως η οργάνωση της δημόσιας διοίκησης έβρισκε πάντα τον τρόπο να δυσκολέψει την προσέλκυσή τους. Κι αυτό όταν δεν τις απομάκρυνε.
Χαρακτηριστική ήταν η τοποθέτηση του πρωθυπουργού από τη Θεσσαλονίκη τον Σεπτέμβριο, ο οποίος τόνισε ξεκάθαρα ότι το πρόβλημα στην Ελλάδα παραμένει η έλλειψη επενδύσεων και ανακοίνωσε υπεραποσβέσεις 200% για πράσινες και ψηφιακές επενδύσεις, έτσι ώστε να αυξηθούν οι επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίου μέσα στην επόμενη τριετία.
Βγαίνοντας από την οικονομική κρίση το 2018, η Ελλάδα φάνηκε να έχει πάρει κάποια μαθήματα και το 2019 αποτέλεσε την τέταρτη συνεχόμενη χρονιά αύξησης των καθαρών ξένων άμεσων επενδύσεων στη χώρα μας. Έφτασαν στα 4,1 δισ. ευρώ. Σύμφωνα όμως με την έκθεση Πισσαρίδη, που δόθηκε στη δημοσιότητα στα τέλη Ιουλίου, βρισκόμαστε ακόμη πολύ μακριά από τα επιθυμητά επίπεδα επενδύσεων που χρειάζεται η ελληνική οικονομία. Δυστυχώς, οι στόχοι που είχαν τεθεί πέρυσι γίνονται ακόμη πιο επιτακτικό να επιτευχθούν (και οπωσδήποτε να ξεπεραστούν) προκειμένου να αντιμετωπιστεί η επιπλέον απώλεια που θα επιφέρει το πάγωμα της οικονομίας από τον κορωνοϊό.
Όπως τονίζει ο νομπελίστας οικονομολόγος και η ομάδα του, οι συνολικές επενδύσεις της Ελλάδας θα πρέπει να ξεκολλήσουν από το 12% του ΑΕΠ που βρίσκονται σήμερα και να διπλασιαστούν στο 24%, ενώ και οι εξαγωγές θα πρέπει να φτάσουν στο 68% αντί του 37% στο οποίο είναι διαμορφωμένες αυτή τη στιγμή.
Σύμφωνα με την έκθεση, η αύξηση αυτών των ποσοστών είναι μονόδρομος για να επιτευχθεί η συστηματική αύξηση του κατά κεφαλήν πραγματικού εισοδήματος. Πολύ απλά, η έκθεση Πισσαρίδη μας λέει σχεδόν το αυτονόητο: Για να ζήσετε καλύτερα πρέπει να επενδυθούν περισσότερα χρήματα, και να κατευθυνθούν σε παραγωγικές και εξαγωγικές δραστηριότητες. Κι αυτό διότι σε μικρές οικονομίες, η εσωτερική αγορά δίνει λίγες ευκαιρίες για καινοτομία και εξειδίκευση, κάνοντας απαραίτητο τον διεθνή προσανατολισμό. Οι εξαγωγές είναι ιδιαίτερα σημαντικές για την Ελλάδα καθώς πολύ μεγάλα μερίδια χρημάτων «ροκανίζονται» από το δημόσιο, ή κατευθύνονται σε μη παραγωγικούς κλάδους όπως είναι το λιανεμπόριο.
Όπως εξηγεί η έκθεση, για να πετύχουμε μία αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας από το 68% του μέσου όρου της Ε.Ε. που είναι σήμερα, στο 75%, χρειάζεται να αυξηθεί η παραγωγικότητα σε κλάδους έντονα εξαγωγικούς. Δηλαδή σε εκείνους που εξάγουν περισσότερο από το 20% του προϊόντος τους. «Βασιλιάς» των εξαγωγικών κλάδων είναι η μεταλλευτική δραστηριότητα η οποία έχει 100% εξαγωγικό χαρακτήρα. Αυτό σημαίνει ότι η αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου της χώρας όχι μόνο θα αυξήσει την παραγωγικότητα, αλλά θα δημιουργήσει νέες πηγές ανάπτυξης που τώρα μένουν αναξιοποίητες.
Και κάτι ακόμα που ο κορωνοϊός έκανε απολύτως σαφές: Η ελληνική οικονομία οφείλει να ξεφύγει από την «μονοκαλλιέργεια» του Τουρισμού και να αυξήσει την προστιθέμενη αξία της βιομηχανίας. Με αυτόν τον τρόπο θα είμαστε προετοιμασμένοι για τυχόν διατήρηση χαμηλών τουριστικών εσόδων τα επόμενα χρόνια από μία παράταση των επιπτώσεων στα ταξίδια λόγω του κορωνοϊού, κάτι που φυσικά απεύχονται όλοι.
Μιας και αναφερθήκαμε στον μεταλλευτικό κλάδο, είναι αξιοσημείωτο το παράδειγμα εταιρειών όπως η Ελληνικός Χρυσός, η οποία έχει μέχρι σήμερα επενδύσει στην εθνική οικονομία, αλλά και την τοπική κοινωνία της Χαλκιδικής, περί τα 2 δισ. ευρώ και σήμερα διατηρεί πάνω από 1.650 θέσεις εργασίας, ενώ η πλήρης ανάπτυξη των επενδυτικών σχεδίων της επιχείρησης αναμένεται να αυξήσει τους εργαζόμενους στους 5.000, άμεσα και έμμεσα. Όσον αφορά στις εξαγωγές -οι οποίες όπως είπαμε πιο πάνω είναι απαραίτητες για την βελτίωση του κατά κεφαλήν εισοδήματος- η Ελληνικές Χρυσός έχει μέχρι σήμερα φτάσει τα αισίως τα 747 εκατομμύρια ευρώ. Δηλαδή μία και μόνη επιχείρηση – που έχει πολεμηθεί διαχρονικά όσο λίγες στην Ελλάδα -- έχει καταγράψει το 0,2% του συνόλου των εξαγωγών αγαθών όλης της χώρας. Την ίδια στιγμή με την μορφή φόρων και ασφαλιστικών εισφορών η εταιρία έχει προσφέρει έσοδα στο κράτος ύψους 375 εκατομμυρίων, ενώ οι δαπάνες προς Έλληνες προμηθευτές προϊόντων και υπηρεσιών έχει φτάσει τα 892 εκατ. ευρώ.
Ειδικά στην τοπική κοινωνία η επιχείρηση έχει δώσει 348 εκατομμύρια ευρώ σε μισθούς, επιδόματα και εργοδοτικές εισφορές και 130 εκατομμύρια σε τοπικούς εργολάβους και προμηθευτές.
Αν λοιπόν η δραστηριότητα μίας μόνο τέτοιας βιομηχανικής εταιρείας μπορεί να έχει τέτοιο αντίκτυπο στην εθνική οικονομία και την απασχόληση, γίνεται εύκολα αντιληπτό πόσα οφέλη θα αποκομίσουμε ως χώρα με την άνθιση πραγματικά παραγωγικών και εξωστρεφών επενδύσεων. Σημειωτέον ότι τα παραπάνω επιτεύγματα έχουν προέλθει από μια εταιρεία που τα γρανάζια της ελληνικής γραφειοκρατίας και των διάφορων σκοπιμοτήτων δεν της έχουν επιτρέψει καν να αναπτύξει πλήρως την επένδυσή της στα Μεταλλεία Κασσάνδρας. Αποτελεί βασική προϋπόθεση να αφήνουμε τις υγιείς και σοβαρές επενδύσεις να πηγαίνουν την χώρα μπροστά, να αποκτήσουμε μια γνήσια φιλοεπενδυτική κουλτούρα, τόσο σε επίπεδο πολιτικής ζωής όσο και κοινωνίας.