Χαρμόσυνα νέα για την ελληνική οικονομία, καθώς ο διεθνής οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s έδωσε την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα, αναβαθμίζοντάς την από BB+ με θετική προοπτική σε BBB- με σταθερή προοπτική (outlook).
Πρόκειται για τη δεύτερη αξιολόγηση της χώρας μας σε επενδυτική βαθμίδα -είχε προηγηθεί η DBRS-, ενώ αναμένεται ακόμα η αξιολόγηση της Fitch την 1η Δεκεμβρίου.
Τι θα γίνει με τις επενδύσεις
Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αναμένεται να προσδώσει κύρος στην ελληνική οικονομία μετά από αρκετά χρόνια, με τα σημαντικότερα οφέλη να είναι:
- Αύξηση της ελκυστικότητας της Ελλάδας για τους διεθνείς επενδυτές, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των εισροών κεφαλαίων και στην ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης.
- Ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πολιτών και των επιχειρήσεων στην ελληνική οικονομία, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση της κατανάλωσης και της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
- Μείωση του κόστους δανεισμού της χώρας, γεγονός που θα διευκολύνει τη χρηματοδότηση των δημόσιων επενδύσεων και των επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα.
Ομόλογα
Η αναβάθμιση από τη Standard and Poor's αναμένεται να έχει θετικές επιπτώσεις στην ελληνική αγορά ομολόγων, καθώς θα ανοίξει την πρόσβαση της χώρας σε ένα ευρύτερο φάσμα επενδυτών.
Πολλά funds επενδύουν μόνο σε ομόλογα επενδυτικής βαθμίδας. Αυτό σημαίνει ότι μόλις η Ελλάδα αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα και από έναν ακόμη μεγάλο διεθνή οίκο αξιολόγησης, θα μπορέσει να προσελκύσει νέες εισροές κεφαλαίων από αυτά τα funds.
Αυτό το γεγονός αναμένεται να οδηγήσει σε μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων.
Οι αποδόσεις των ομολόγων αντικατοπτρίζουν το ρίσκο που αναλαμβάνουν οι επενδυτές. Όσο υψηλότερο είναι το ρίσκο τόσο υψηλότερη είναι η απόδοση που απαιτούν οι επενδυτές.
Η αναβάθμιση της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα θα μειώσει το ρίσκο που αντιπροσωπεύουν τα ελληνικά ομόλογα, με αποτέλεσμα να μειωθούν και οι αποδόσεις τους.
Σύμφωνα με κύκλους της αγοράς, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων θα μπορούσαν να μειωθούν κατά 0,5-1% μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Αυτό θα μπορούσε να έχει θετικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία, καθώς θα μειώσει το κόστος δανεισμού της χώρας.
Έκθεση S&P: «Τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας βελτιώνονται»
Όπως αναφέρει στην έκθεσή της η S&P, «τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας βελτιώνονται χάρη στις προσπάθειες δημοσιονομικής εξυγίανσης. Από την κρίση χρέους την περίοδο 2009-2015, έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στην αντιμετώπιση των οικονομικών και δημοσιονομικών ανισορροπιών της Ελλάδας».
«Αναμένουμε πρόσθετες διαρθρωτικές οικονομικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με τα κονδύλια της ΕΕ, τα οποία θα στηρίξουν την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη τα έτη 2023-2026 και θα συνδράμουν στη συνεχή μείωση του δημόσιου χρέους. Ως εκ τούτου, αναβαθμίσαμε την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας για την Ελλάδα σε «BBB-/A-3» από «BB+/B», με σταθερές προοπτικές».
Μητσοτάκης: Είμαστε αποφασισμένοι να συνεχίσουμε τη μεταρρυθμιστική μας ατζέντα
Ανάρτηση έκανε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης λίγα λεπτά μετά την αναβάθμιση της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα.
«Ένα σημαντικό ορόσημο σήμερα, καθώς η S&P Global Ratings αναβαθμίζει την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα. Είμαστε υπερήφανοι για την αναγνώριση των επιτευγμάτων της χώρας μας. Είμαστε αποφασισμένοι να συνεχίσουμε τη μεταρρυθμιστική μας ατζέντα, μια πορεία που προσελκύει επενδύσεις, δημιουργεί θέσεις εργασίας και επιτυγχάνει ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς» έγραψε ο πρωθυπουργός.
Χατζηδάκης: Παραπάνω από θετική η έκθεση της S&P
Μετά τη δημοσιοποίηση της έκθεσης της S&P με την οποία η Ελλάδα αποκτά την επενδυτική βαθμίδα, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Η S&P είναι ο τέταρτος κατά σειρά οίκος αξιολόγησης και ο δεύτερος αναγνωρισμένος από την ΕΚΤ που αποδίδει τους τελευταίους μήνες επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα μετά από 13 χρόνια.
Η ίδια η έκθεση της S&P είναι παραπάνω από θετική και τόσο εύγλωττη που προσωπικά δεν έχω τίποτε να προσθέσω. Ας τη διαβάσουν όσοι κατ’ εξακολούθηση προσπαθούν να υποτιμήσουν τις προσπάθειες και τα αποτελέσματα της κυβερνητικής πολιτικής στην οικονομία.
Η χώρα είναι μπροστά σε ένα ιστορικό παράθυρο ευκαιρίας, καθώς συνδυάζονται το σωστό μείγμα οικονομικής πολιτικής με την πολιτική σταθερότητα. Και είναι πατριωτικό μας καθήκον να αξιοποιήσουμε την ευκαιρία και να προχωρήσουμε μπροστά προς όφελος όλων των Ελλήνων, ιδιαίτερα δε των ασθενέστερων.
Όπως υπογράμμισα πρόσφατα και στο ECOFIN, η Ελλάδα, ανεξάρτητα από την έκβαση των διαπραγματεύσεων που είναι σε εξέλιξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση για τους νέους κανόνες δημοσιονομικής σταθερότητας, είναι και θα παραμείνει προσανατολισμένη στην πολιτική της δημοσιονομικής σοβαρότητας. Πολιτική που αποτελεί τη μοναδική σταθερή βάση για την διατήρηση της αξιοπιστίας της χώρας στις διεθνείς αγορές, την προσέλκυση επενδύσεων και την διατηρήσιμη ανάπτυξη».
Υπενθυμίζεται ότι η S&P υπογραμμίζει στη σχετική της έκθεση πως αποδίδει στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα επειδή συντρέχουν οι ακόλουθοι παράγοντες:
- Η σημαντική δημοσιονομική εξυγίανση που έχει επιτευχθεί, η οποία υποστηρίζεται από ταχεία ανάκαμψη της οικονομίας και έχει σαν αποτέλεσμα η ελληνική κυβέρνηση να υπερκαλύπτει τους δημοσιονομικούς στόχους που η ίδια θέτει.
- Η καθαρή εντολή που έλαβε η Νέα Δημοκρατία στις εκλογές, η οποία επιτρέπει στην κυβέρνηση να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις.
- Η συνεχιζόμενη μείωση του δημοσίου χρέους, το οποίο, σύμφωνα με την S&P, αναμένεται να διαμορφωθεί στο 145% του ΑΕΠ το 2023 και στο 138% το 2026, έναντι 189% του ΑΕΠ το 2020. Ο οίκος σημειώνει ακόμη ότι ενώ το χρέος παραμένει υψηλό, «το προφίλ του είναι ένα από τα πιο ευνοϊκά από όλα τα κράτη που αξιολογούμε, καθώς η μέση σταθμισμένη διάρκεια του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης ήταν 17,2 έτη στο τέλος Ιουνίου 2023 και οι πληρωμές τόκων αντιστοιχούν σε σχετικά χαμηλό (5,6%) ποσοστό των εσόδων της γενικής κυβέρνησης».
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση: «Η ανάκαμψη από την κρίση χρέους και στη συνέχεια από την πανδημία COVID-19 ενίσχυσε την αύξηση των επενδύσεων και την εμπιστοσύνη στην οικονομία. Η ταχεία ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών οδήγησε σε σημαντική πρόοδο στη μείωση της φοροδιαφυγής και σε βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα. Οι ισχυρές επιδόσεις του τουρισμού, της ναυτιλίας και της μεταποίησης τα τελευταία χρόνια, παράλληλα με την πρόοδο στην πώληση και διευθέτηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώθησαν σε πρόσθετες επενδύσεις».
Σημειώνεται ακόμη το υψηλότερο ποσοστό ανάπτυξης σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ, παρά τις επιπτώσεις των φυσικών καταστροφών. Και αυτό λόγω των επιδόσεων-ρεκόρ στον τουρισμό, της αύξησης των επενδύσεων, της μείωσης της ανεργίας και της βελτίωσης της χρηματοδότησης της οικονομίας. Επίσης, ότι ο πληθωρισμός αρχίζει να εξομαλύνεται και βαδίζει προς τον στόχο της ΕΚΤ για επίπεδα κάτω του 2%.