Ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Βασίλης Σπανάκης, απηύθυνε σήμερα εναρκτήριο χαιρετισμό στην ημερίδα του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (Ο.ΜΕ.Δ.), με θέμα: «Η επίλυση των εργατικών διαφορών στην Ευρώπη».
Ο υφυπουργός Εργασίας επεσήμανε ότι ως κυβέρνηση και υπουργείο Εργασίας «αυτό το οποίο οφείλουμε να κάνουμε είναι να ενισχύσουμε την κουλτούρα της εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών ιδίως στον χώρο της εργασίας, κάτι το οποίο», υπογράμμισε ο κ. Σπανάκης, «θα αποβεί προς όφελος όχι μόνο των εμπλεκόμενων μερών σε μια εργατική διαφορά, αλλά και προς όφελος της επιχειρηματικότητας εν γένει και της οικονομίας μας σε ένα ευρύτερο επίπεδο, με τις διαφορές να λύνονται γρήγορα και οικονομικά, και τις δουλειές να προχωρούν».
Η κυβέρνηση διηύρυνε περαιτέρω τις αρμοδιότητες του ΟΜΕΔ
Ο κ. Σπανάκης τόνισε ότι η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, με το άρθρο 98 του Ν. 4808/2021, διηύρυνε περαιτέρω τις αρμοδιότητες του Ο.ΜΕ.Δ., προβλέποντας ότι πλέον η διεξαγωγή της διαδικασίας της Συμφιλίωσης θα αναλαμβάνεται από τον ίδιο τον Οργανισμό, όπως και οι εργατικές διαφορές συλλογικού ενδιαφέροντος. Παράλληλα, εξέφρασε την κυβερνητική βούληση «η εξωδικαστική συμφιλίωση να καταστεί μέρος της νοοτροπίας μας» προκειμένου «να πετύχουμε τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα για όλους μας».
Ειδικότερα, σχετικά με τον ρόλο και την αποστολή του Ο.ΜΕ.Δ. ο υφυπουργός τόνισε, διευκρινιστικά: «Είναι ιδιαίτερα σημαντικό το ότι τα μέρη εμπιστεύονται τον Οργανισμό και συμφωνούν μεταξύ τους να απευθυνθούν σε αυτόν για την επίλυση της εργατικής διαφοράς τους, πετυχαίνοντας έτσι μια πρώτη συμφωνία μεταξύ τους σε σχέση με τον τρόπο που θα διευθετήσουν τη μεταξύ τους διαφορά.
Επίσης, το πρόσωπο που αναλαμβάνει τη μεσολάβηση ή τη συμφιλίωση τυγχάνει κοινής αποδοχής των εμπλεκόμενων στην εργατική διαφορά μερών ή, σε περίπτωση που αυτό δεν καταστεί εφικτό, επιλέγεται μετά από κλήρωση από ειδικό κατάλογο που έχει συνταχθεί και τηρείται στον ΟΜΕΔ.
Επιπλέον, μέσω του Οργανισμού δίνεται η δυνατότητα στα μέρη να συμμετέχουν ενεργά στη διευθέτηση της διαφοράς τους και έχουν την ευκαιρία να πετύχουν μια win-win κατάληξη, με ενδεχόμενη την προοπτική της περαιτέρω συνέχισης ή και εξέλιξης της μεταξύ τους συνεργασίας.
Αντιθέτως, σε μια δικαστική διαμάχη τα μέρη δεν μπορούν να συμβάλουν άμεσα στη διαμόρφωση της δικαστικής κρίσης και απόφασης και είναι πολύ πιθανό με τη λήξη μιας δικαστικής διαμάχης οι μεταξύ τους σχέσεις να έχουν οριστικά διαρραγεί.
Εξίσου σημαντικό είναι το ότι πρόκειται για διαδικασίες κατά τις οποίες εξοικονομούνται χρόνος και χρήμα, τα οποία θα δαπανούνταν ασυγκρίτως σε ενδεχόμενη επίλυση διά της δικαστικής οδού της διαφοράς τους».