Η αγορά πιέζει για νέες ρυθμίσεις οφειλών ή ακόμα και «κούρεμα» των χρεών, που «γεννά» η πανδημία, το οικονομικό επιτελείο συνειδητοποιεί ότι τον ερχόμενο Απρίλιο θα έχουν συσσωρευθεί τόσες υποχρεώσεις που θα είναι αδύνατον να εξοφληθούν έστω σε 24 δόσεις και κάπως έτσι το σενάριο μιας νέας ρύθμισης 120 δόσεων δείχνει να κερδίζει έδαφος.
Υπάρχει, όμως, ένα «αλλά» κι αυτό δεν είναι άλλο από την επιφυλακτικότητα των Ευρωπαίων τεχνοκρατών για μέτρα, που μπορούν να επηρεάσουν το δημοσιονομικό αποτέλεσμα των επόμενων ετών.
«Οι εξελίξεις, αναφορικά με τις υφιστάμενες και τις νέες ρυθμίσεις οφειλών, θα συνεχίσουν να τελούν υπό στενή παρακολούθηση, στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας», διαμηνύουν οι Ευρωπαίοι. Την ίδια ώρα, στην Αθήνα αναγνωρίζουν ότι αν και είναι σε ισχύ η ρήτρα διαφυγής, τα μόνα μέτρα που μπορούν να ληφθούν είναι μέτρα προσωρινού χαρακτήρα και οι ρυθμίσεις φορολογικών- ασφαλιστικών οφειλών δεν είναι τέτοιου χαρακτήρα, καθώς επηρεάζουν το αποτέλεσμα των επόμενων, πολλών ετών. Από την άλλη, το να απαιτήσεις πληρωμές φόρων και εισφορών, από επιχειρήσεις κι επαγγελματίες που δεν θα έχουν σταθεί ακόμα καλά- καλά στα πόδια τους, είναι σαν να προσθέτεις με συνοπτικές διαδικασίες νέα ληξιπρόθεσμα χρέη στο «βουνό» των υφιστάμενων, που ξεπερνούν τα 140 δισ ευρώ.
Οι υποχρεώσεις των επιχειρήσεων που έχουν «παγώσει» λόγω lockdown
Αυτήν τη στιγμή υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες υποχρεώσεων, που λειτουργούν ως βραδυφλεγής βόμβα. Η πρώτη είναι οι φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις της πρώτης καραντίνας, οι οποίες έχουν «παγώσει» ως τις 30 Απριλίου. Σε αυτές προστίθενται οι πληρωμές ΦΠΑ του Νοεμβρίου, καθώς και οι δόσεις ρυθμίσεων για τον τρέχοντα μήνα. Η δεύτερη- και πιο επικίνδυνη- κατηγορία υποχρεώσεων, είναι οι φόροι και εισφορές του καλοκαιριού, που έπρεπε να πληρωθούν κανονικά, όπως επίσης οι αντίστοιχες υποχρεώσεις της δεύτερης καραντίνας (φόρος εισοδήματος φυσικών- νομικών προσώπων, ΕΝΦΙΑ), που δεν έχουν αναστεί. Φυσικά, με δεδομένη την παράταση του lockdown για τις επόμενες εβδομάδες, αλλά και με ανοικτό το ενδεχόμενο τρίτης καραντίνας, όπως εκτιμούν οι λοιμωξιολόγοι, το πρόβλημα θα οξύνεται.
Πάνω από 2 δις η χρηματοδότηση μέσω επιστρεπτέας προκαταβολής στις επιχειρήσεις
Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος είναι η παροχή ρευστότητας στις μικρές κυρίες επιχειρήσεις, προκειμένου να ανταπεξέλθουν στα ανελαστικά λειτουργικά τους έξοδα, όπως το ενοίκιο- παρά το «κούρεμα» υφίσταται η υποχρέωση για την καταβολή του 60% έστω με κατεβασμένα ρολά- οι λογαριασμοί ΔΕΚΟ, οι δανειακές υποχρεώσεις. Το «εργαλείο» της επιστρεπτέας αποδεικνύεται κομμένο και ραμμένο γι’ αυτές τις επιχειρήσεις και είναι ενδεικτικό ότι χθες το βράδυ είχαν υποβληθεί πάνω από 405 χιλιάδες αιτήσεις, με τη χρηματοδότηση να οδεύει, πλέον, πάνω από τα 2 δισ ευρώ. Πάνω από τις μισές αιτήσεις αφορούν σε ελεύθερους επαγγελματίες, ενώ σχεδόν 100.000 αφορούν σε ατομικές επιχειρήσεις.
Η τεράστια ζήτηση για «φτηνό» χρήμα και μάλιστα κατά 50% μη επιστρεπτέο, οδηγεί πιθανότατα σε παράταση τον 4ο κύκλο και «σπρώχνει» τον 5ο κύκλο προς τον Ιανουάριο, με νέο προϋπολογισμό, πολύ υψηλότερο των 700 εκατ. Ευρώ του αρχικού σχεδιασμού, καθώς θα «κουμπώσει» με τον 6ο κύκλο. Πέρα από αυτό, μετά τη συνάντηση των επαγγελματιών της εστίασης με το Γ.Γ. Καταναλωτή, φαίνεται ότι το οικονομικό επιτελείο δείχνει να επανεξετάζει τους όρους του 1ου κύκλου, προς την κατεύθυνση της μετατροπής της κατά το ήμισυ σε επιχορηγήσεις.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η μεγάλη επιτυχία της επιστρεπτέας προκαταβολής αναδεικνύει την αδυναμία των άλλων χρηματοδοτικών «εργαλείων» να φτάσουν ως τους «μικρούς». Σύμφωνα με την έκθεση SAFE της Κομισιόν για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, μόλις το 30% των επιχειρήσεων, που υπέβαλαν αίτημα για δάνειο, δανειοδοτήθηκε με το σύνολο του ποσού που αιτήθηκε, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ-27 ανέρχεται σε 70%. Αντίστοιχα, ένα ποσοστό 20% των ΜμΕ στο συνολικό δείγμα, δεν κατάφερε να δανειοδοτηθεί με το ποσό που αιτήθηκε σε επίπεδο ΕΕ-27, ενώ στην Ελλάδα το ίδιο ποσοστό ανέρχεται σε 38%. Σε επίπεδο ΕΕ-27, το 6% απορρίφθηκε, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό απόρριψης στο δείγμα των ελληνικών επιχειρήσεων ανέρχεται σε 20%.