Δύο χρόνια πέρασαν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και παρά τις προβλέψεις πολλών ότι η ρωσική οικονομία θα κατέρρεε υπό το βάρος των πρωτοφανών δυτικών κυρώσεων, οικονομολόγοι συμφωνούν σήμερα ότι αυτό δεν έχει συμβεί.
Μολαταύτα η οικονομία της Ρωσίας δείχνει να δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στο βάρος του πολέμου, όπως αναφέρει η DW. Το ΔΝΤ - η επικεφαλής του οποίου είχε συναντηθεί στα μέσα Φεβρουαρίου με τον Ουκρανό πρόεδρο Βολόντιμιρ Ζελένσκι - είχε προβλέψει πρόσφατα ότι το ρωσικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 2,6% το τρέχον έτος, ενώ ήδη το 2023 ο δείκτης ανάπτυξης είχε φτάσει το 3%. Τα κρατικά έσοδα από τις εξαγωγές πετρελαίου αυξάνονται και πάλι, ενώ η ανεργία στη Ρωσία βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά.
Από την άλλη πλευρά, οι δαπάνες για την ασφάλεια και την άμυνα εκτινάσσονται στο 40% του ΑΕΠ της Ρωσίας, με ειδικούς να κάνουν λόγο για μια «οικονομία του πολέμου», η οποία βρίσκεται στα πρόθυρα της υπερθέρμανσης, καθως ο πληθωρισμός καλπάζει και πληθαίνουν οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού, δεδομένου άλλωστε ότι πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι, με υψηλή επαγγελματική κατάρτιση, έχουν εγκαταλείψει τη χώρα.
Πώς επιπλέει η Ρωσία
Για την Ελίνα Ριμπάκοβα, οικονομολόγο στο Peterson Institute for International Economics, υπάρχουν τρεις λόγοι για τους οποίους η ρωσική οικονομία επιδεικνύει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα:
- Πρώτον, το χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει σε «κατάσταση επιφυλακής» από την περίοδο της εισβολής στην Κριμαία το 2014 και μπορεί να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των διεθνών κυρώσεων.
- Δεύτερον, η Ρωσία κατάφερε να εισπράξει τεράστια ποσά από εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου το 2022, καθώς οι τιμές πήραν την ανιούσα αμέσως μετά την εισβολή, ενώ οι δυτικές δυνάμεις άργησαν να εφαρμόσουν πλήρως τα περιοριστικά μέτρα.
- Τρίτον, οι όποιες κυρώσεις δεν εμπόδισαν τη Ρωσία να προμηθευτεί από τρίτες χώρες υλικά και προϊόντα, που χρειαζόταν το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα της χώρας.
Μειώθηκαν τα έσοδα από τις ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου
Σημειωτέον ότι από το 2021 ο αμυντικός προϋπολογισμός της Ρωσίας έχει τριπλασιαστεί. Αυτή η εξέλιξη ενισχύει το ονομαστικό ΑΕΠ της χώρας, αλλά «με επενδύσεις που μεσοπρόθεσμα δεν κρίνονται παραγωγικές», επισημαίνει η Έλενα Ριμπάκοβα.
Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρει στη DW ο Μπένιαμιν Χίλγκενστοκ, καθηγητής Οικονομικών στο Κίεβοο, «το μακροοικονομικό περιβάλλον έχει σαφώς αποσταθεροποιηθεί λόγω των κυρώσεων, ακόμη και αν οι επιδόσεις της ρωσικής οικονομίας είναι καλύτερες από τις αναμενόμενες». Υπάρχουν πολλές σχετικές ενδείξεις σε επί μέρους δείκτες, όπως η μείωση εσόδων από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου το 2023, καθώς και η άνοδος των ρωσικών επιτοκίων στο 16%.
Το ότι η Μόσχα παρακάμπτει μέρος των κυρώσεων, εξάγοντας πετρέλαιο σε τιμές κοντά σε εκείνες της διεθνούς αγοράς για περισσότερο από έναν χρόνο, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον αποκαλούμενο «σκιώδη στόλο» που μεταφέρει ρωσικό πετρέλαιο στα πέρατα της γης. Οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει κυρώσεις σε μεμονωμένα πλοία ή εταιρείες που θεωρούν ότι παραβιάζουν το καθεστώς κυρώσεων.
Οι ρωσικές πρώτες ύλες παραμένουν περιζήτητες
Υπάρχει όμως και ένας άλλος παράγοντας που μάλλον είχε υποτιμηθεί από τις δυτικές δυνάμεις: οι ρωσικές πρώτες ύλες παραμένουν ανεξάντλητες και περιζήτητες. Παράδειγμα αποτελεί το ρωσικό ουράνιο, το οποίο οι ΗΠΑ εξακολουθούν να προμηθεύονται.
Με απλά λόγια, λέει η Έλενα Ριμπάκοβα, «με το ένα χέρι παρέχουμε οικονομική βοήθεια στην Ουκρανία, ενώ με το άλλο χέρι προσφέρουμε βοήθεια στη Ρωσία. Εξακολουθούμε να αγοράζουμε τους ενεργειακούς πόρους της, δεν τηρούμε πλήρως το πλαφόν και το εμπάργκο στο πετρέλαιό της, δεν εφαρμόζουμε απολύτως τους περιορισμούς στις εξαγωγές της…»