Τα αίτια και τις συνέπειες των μεγάλων διαφορών στις τιμές της ενέργειας μεταξύ βορρά και νότου της Ευρώπης, αναδεικνύει ρεπορτάζ του Reuters.
Το ρεπορτάζ ξεκινά με την συνέντευξη ενός Έλληνα ιδιοκτήτη εστιατορίου, του Χρήστου Καπετανάκη, ο οποίος λέει στην κάμερα πως το κόστος της ενέργειας πολλούς μήνες είναι «ένα δεύτερο ενοίκιο» για την επιχείρησή του.
Ο κ. Καπετανάκης πληρώνει από 3.000 έως 3.800 ευρώ μηνιαίως για ενέργεια. Τα ποσά αυτά συνιστούν αύξηση 40% από την περίοδο πριν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία που πυροδότησε την ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη. «Το ρεύμα ήταν το 3% του μηνιαίου τζίρου μας και τώρα φθάνει το 15%», είπε ο επιχειρηματίας.
Οι συντάκτες του ρεπορτάζ τονίζουν πως η νοτιοανατολική Ευρώπη έχει υποστεί τον αντίκτυπο της ρωσικής εισβολής σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ' ότι η βορειοδυτική. H χονδρική τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος στην Ελλάδα και την Ιταλία τον Αύγουστο ήταν 12 φορές υψηλότερη από τις σκανδιναβικές χώρες, αναφέρουν.
Τεράστια ποσά σε επιδοτήσεις από την ελληνική κυβέρνηση
Το Reuters υπογραμμίζει πως από το 2021 η Ελλάδα έχει δαπανήσει περίπου 11 δισεκατομμύρια ευρώ σε ενεργειακές επιδοτήσεις για να προστατεύσει καταναλωτές και επιχειρήσεις από τις δραματικές αυξήσεις τιμών. Το 2022, αυτή η δαπάνη ανήλθε στο 5,3% του ΑΕΠ, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με στοιχεία της Enerdata.
Παρόλ' αυτά, «η κατάσταση έχει προκαλέσει μία κρίση κόστους ζωής στην Ελλάδα, λίγα μόνο χρόνια μετά την κρίση χρέους 2009-2018, που είχε συρρικνώσει μισθούς, συντάξεις και επενδύσεις στην παραγωγή και τις μεταφορές».
Σύμφωνα με το Reuters, η ενεργειακή κρίση επιδεινώθηκε μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022, γεγονός που προκάλεσε σοβαρές διαταραχές στην προμήθεια ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη. Αυτή η εξέλιξη ανάγκασε χώρες όπως η Ελλάδα να στραφούν σε εναλλακτικές λύσεις, με σημαντικό κόστος.
Ο Νίκος Μαγγίνας, ανώτερος οικονομολόγος της Εθνικής Τράπεζας, σχολιάζει: «Οι αυξημένες τιμές ενέργειας έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην κατανάλωση των νοικοκυριών και στη δομή κόστους για τις βιομηχανίες, την αεροπλοΐα και τη ναυτιλία».
Στο ρεπορτάζ τονίζεται βεβαίως πως ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ζητήσει επανειλημμένα την παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την άρση των «απαράδεκτων» διαφορών στις τιμές ενέργειας στην Ευρώπη.
Επενδύσεις η απάντηση στις διαφορές τιμών μεταξύ βορρά και νότου
Για το Reuters, οι μεγάλες διαφορές στις τιμές της ενέργειας μεταξύ βορειοδυτικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης εδράζονται στην έλλειψη σχετικών επενδύσεων σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία.
«Ενώ οι βορειοδυτικές χώρες έχουν υποδομές που επιτρέπουν την εύκολη μεταφορά ενέργειας μεταξύ των κρατών, καθώς και ένα δυνατό μείγμα ΑΠΕ, μεγάλο τμήμα της νοτιοανατολικής Ευρώπης παραμένει απομονωμένο», σημειώνουν οι συντάκτες.
Ειδικά για τις υποδομές αποθήκευσης ενέργειας, η σημασία των οποίων γίνεται όλο και μεγαλύτερη στις βόρειες χώρες της Ευρώπης, είναι παντελώς ανύπαρκτες στο νότο. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, η αποθηκευτική ικανότητα φθάνει τα 1.668 μεγαβάτ (MW), ενώ στην ηπειρωτική Ελλάδα παραμένει μηδενική, σύμφωνα με την LCP Delta, συμβουλευτική για θέματα ενέργειας από το Εδιμβούργο.
«Η νοτιοανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια στερούνται διασυνδέσεων. Όποτε υπάρχει έλλειψη ενέργειας και η συμμετοχή των ΑΠΕ είναι χαμηλή, πασχίζουν να εισάγουν τις απαραίτητες ποσότητες», λέει ο Χένινγκ Γκλόισταϊν, επικεφαλής ενέργειας, κλίματος και πόρων στο Eurasia Group.
Στον αντίποδα, η Ισπανία έχει αξιοποιήσει ευρωπαϊκούς πόρους για να αυξήσει δραστικά την παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ, παράγοντας σχεδόν το 60% της ηλεκτρικής της ενέργειας από αυτές το πρώτο εξάμηνο του 2023.