Η Κριστίν Λαγκάρντ αναλαμβάνει σήμερα επίσημα τα ηνία της ΕΚΤ και όπως σημειώνουν διεθνή ΜΜΕ θα χρειαστεί να επιστρατεύσει όλες τις πολιτικές και τεχνοκρατικές ικανότητές της για να οδηγήσει την ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική με τρόπο που να δώσει ώθηση στην ανάπτυξη.
Ριζικές αλλαγές δεν αναμένονται, καθώς η Κριστίν Λαγκάρντ είναι, όπως κι ο προκάτοχός της Μάριο Ντράγκι -που διαφύλαξε το ευρώ από την κατάρρευση, όπως τον συνεχάρησαν αποχαιρετώντας τον Ευρωπαίοι ηγέτες και μεγάλα μέσα ενημέρωσης - υπέρ των χαμηλών επιτοκίων που ενθαρρύνουν την οικονομική ανάπτυξη και ωθούν τον πληθωρισμό προς το στόχο του 2% ετησίως της ΕΚΤ.
Ωστόσο, ο δρόμος της είναι στρωμένος με προκλήσεις και αγκάθια.
Προκλήσεις ενόψει για την Λαγκάρντ
Η σημαντικότερη πρόκληση που θα αντιμετωπίσει η Κριστίν Λαγκάρντ θα είναι «η συμφιλίωση της Γερμανίας με την ΕΚΤ», όπως επισημαίνει η Süddeutsche Zeitung. Η γερμανική εφημερίδα επαινεί την νέα επικεφαλής του ΕΚΤ για την ικανότητά της να επιτυγχάνει συμβιβασμούς, με τους οποίους να μπορούν όλοι να προχωρήσουν. Επισημαίνει ωστόσο ότι οι επικριτές της βρίσκονται κυρίως στη Γερμανία, όπου αποταμιευτές, τραπεζίτες και ακαδημαϊκοί διαμαρτύρονται για τα αρνητικά επιτόκια και το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων.
Στις αρχές του περασμένου Σεπτεμβρίου η ΕΚΤ μείωσε τα επιτόκια καταθέσεων σε αρνητικό έδαφος, στο -0,5%, που σημαίνει ότι θα επιβαρύνονται οι τράπεζες που καταθέτουν κεφάλαια στην ΕΚΤ - μέτρο που αποσκοπεί στο να τις ενθαρρύνει να δανείζουν δίνοντας έτσι ώθηση στη ζήτηση και τον πληθωρισμό. Αλλά δεν αποκλείεται να συμβεί το αντίθετο, υπογραμμίζουν οικονομικοί αναλυτές, καθώς το αρνητικό αυτό επιτόκιο ζημιώνει την κερδοφορία των τραπεζών, που μπορεί να αποφασίσουν να κρατήσουν τα μετρητά στα θησαυροφυλάκιά τους και να μειώσουν τον δανεισμό – λόγος για τον οποίο η Κριστίν Λαγκάρντ θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτική απέναντί τους.
Τα χαμηλά και αρνητικά επιτόκια δανεισμού έχουν προκαλέσει ανησυχία σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με πρώην κεντρικούς τραπεζίτες και πρώην μέλη του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ, όπως οι Γερμανοί Γιούργκεν Σταρκ και Ότμαρ Ίσινγκ να επισημαίνουν μεταξύ άλλων σε πρόσφατο υπόμνημά τους για τη νομισματική πολιτική της Κεντρικής Τράπεζα;ς ότι τα πολύ χαμηλά επιτόκια ευνοούν άτομα με πραγματικά περιουσιακά στοιχεία, όπως ακίνητα και βλάπτουν εκείνους που π.χ. θέλουν να αποταμιεύουν για τα γεράματά τους.
Η ποσοτική χαλάρωση
Σημείο τριβής αποτελεί και το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης μέσω του οποίου η ΕΚΤ αγοράζει κρατικά και εταιρικά ομόλογα για να δώσει και πάλι – ώθηση στον πληθωρισμό και να μειώσει το κόστος δανεισμού. Με το τελευταίο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης η ΕΚΤ αγόρασε ομόλογα αξίας 2,5 τρις. Ευρώ στο διάστημα 20142018. Όταν έληξε το πρόγραμμα η ΕΚΤ είπε ότι θα αύξανε τα επιτόκια το 2019 και σταδιακά θα προχωρούσε σε αντιστροφή της χαλαρής νομισματικής πολιτικής. Αλλά έκτοτε άλλαξαν πολλά. Η πρόσφατη επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και οι κίνδυνοι λόγω του Brexit και του σινο-αμερικανικού εμπορικού πολέμου ώθησαν την ΕΚΤ να ξεκινήσει ένα νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Η ΕΚΤ θα αρχίσει να αγοράζει ομόλογα αξίας 20 δισ. μηνιαίως και το σημαντικότερο είναι ότι το πρόγραμμα αυτό θα διαρκέσει κάποιο διάστημα.
Κίνδυνος για νέες «φούσκες»
Όμως και πάλι ακούγονται επικριτικές φωνές με τον Ίσινγκ και άλλους να υποστηρίζουν ότι η συνεχείς αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ δεν θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη, χώρια που εκφράζονται ανησυχίες μήπως η κίνηση αυτή οδηγήσει σε «φούσκες» καθώς οι τράπεζες ίσως απομακρυνθούν από ασφαλείς τοποθετήσεις – όπως τα κρατικά ομόλογα – σε επισφαλέστερες στο κυνήγι το κέρδους, όπως τα εταιρικά ομόλογα και μετοχές. Κι αυτό με τη σειρά ίσως ωθήσει προς τα πάνω τη ζήτηση για εταιρικά ομόλογα και μετοχές με αποτέλεσμα οι τιμές τους να υπερβούν την πραγματική τους αξία.
Κι αυτός είναι ο λόγος που η Λαγκάρντ καλείται, όπως επισημαίνουν οικονομολόγοι σε διεθνή ΜΜΕ, να ζυγίσει σωστά την ποσότητα και τη χρονική συγκυρία της αγοράς των ομολόγων, αφού αν οι κινήσεις είναι άτολμες υπάρχει ο κίνδυνος ενός πληθωρισμού που θα παραμένει επίμονα κάτω από τους στόχους της ΕΚΤ και αν είναι πολύ τολμηρές υπάρχει ο κίνδυνος αποσταθεροποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος.