Δραστηριοποιούμαι στον χώρο της εστίασης με επιτυχία εδώ και μία δεκαπενταετία και έχω τρία καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος στην οδό Μακρυγιάννη στην Ακρόπολη.
Η υγειονομική κρίση του Covid-19 ήρθε σε μια χρονική στιγμή που μόλις είχα ολοκληρώσει μια επένδυση πολλών εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, πιστεύοντας ότι μετά από δέκα χρόνια κρίσης είχε έρθει η ώρα της ανάκαμψης της οικονομίας μας.
Όταν η κυβέρνηση ανακοίνωσε το πρόγραμμα οικονομικής στήριξης των επιχειρήσεων μέσω του ταμείου εγγυοδοσίας, επισκέφτηκα το υποκατάστημα της τράπεζας Alpha Bank επί της οδού Φιλελλήνων στο Σύνταγμα με την οποία έχω αποκλειστική συνεργασία.
Οι επιχειρήσεις μου έχουν μηδενικό τραπεζικό δανεισμό, είναι ενήμερες φορολογικά και ασφαλιστικά κι εγώ προσωπικά δεν έχω καμία ληξιπρόθεσμη εκκρεμότητα προς τις τράπεζες και το Δημόσιο. Αφού κατέθεσα στο υποκατάστημα της Alpha Bank αίτημα για να μου χορηγηθεί επιχειρηματικό δάνειο ύψους μικρότερου του 25% του τζίρου μου, όπως προβλέπει ο νόμος, με προσέγγισε η προϊσταμένη και μου επεσήμανε ότι αν η εικόνα της επιχείρησής μου είναι ικανοποιητική να «κρατήσω μικρό καλάθι», επειδή συγγενικό μου πρόσωπο που είναι ετερόρρυθμος εταίρος με ποσοστό 5% στην εταιρεία μου έχει καθυστερήσει δόσεις καταναλωτικού δανείου συνολικού ύψους 1.600 ευρώ.
Με άλλα λόγια, η τράπεζα έθεσε ως αναγκαία προϋπόθεση χορήγησης του επιδοτούμενου κατά τα άλλα επιχειρηματικού δανείου προς την εταιρεία μου, η οποία είναι φορολογικά, ασφαλιστικά ενήμερη και δεν οφείλει προς το Ελληνικό Δημόσιο, εν μέσω της πανδημίας, εμπόδια που ανάγονται σε προσωπικές οφειλές συγγενικού προσώπου μου, με το οποίο διατηρώ εταιρική σχέση. Και τούτο με δεδομένο ότι εκ του νόμου ο ετερόρρυθμος εταίρος ευθύνεται για τις υποχρεώσεις και τα χρέη της εταιρείας μέχρι του ποσού της εισφοράς του, δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση μέχρι του 5%.
Παρότι προσφέρθηκα να εξοφλήσω επιτόπου την ανωτέρω οφειλή ύψους 1.600 ευρώ, η προϊσταμένη του υποκαταστήματος της Alpha Bank με ενημέρωσε ότι «δεν αλλάζει η εικόνα του πελάτη έστω κι αν εξοφλήσετε την οφειλή».
Τίθεται κατά συνέπεια το ερώτημα εάν οι τράπεζες αναζητούν προσχήματα και προσκόμματα μη ουσιώδη προκειμένου να μη χρηματοδοτήσουν υγιείς επιχειρήσεις που επλήγησαν από την πανδημία και θα πληγούν περαιτέρω εξαιτίας της μειωμένης, όπως όλοι προβλέπουν, τουριστικής κίνησης το καλοκαίρι.
Εγώ προσωπικά πιστεύω ότι θα καταφέρω να κρατήσω τις επιχειρήσεις μου όρθιες έστω και χωρίς τραπεζικό δανεισμό και να διασφαλίσω τις υφιστάμενες θέσεις εργασίας, αναρωτιέμαι όμως αν άλλες μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα καταφέρουν να επιβιώσουν σε ένα τόσο δυσμενές περιβάλλον.
Τέλος, προβληματίζομαι ποιος μας «δουλεύει»: Οι τράπεζες ή η κυβέρνηση; Γιατί αν είναι οι τράπεζες, η κυβέρνηση οφείλει να τις πιέσει να στηρίξουν τις υγιείς επιχειρήσεις που δοκιμάζονται λόγω της πανδημίας με έναν πρωτοφανή τρόπο.
Εκτός και αν οι ελληνικές τράπεζες ζουν στον δικό τους κόσμο και θεωρούν ότι η διάσωση της ελληνικής οικονομίας δεν τις αφορά.