Η θετική ανάγνωση των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ και της Eurostat είναι ότι το κόστος στέγασης στην Ελλάδα, αν και υψηλό, έχει μειωθεί σημαντικά σε σύγκριση με την προηγούμενη δεκαετία, δηλαδή κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης.
Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος δεν είναι το ίδιο ευχάριστη. Σύμφωνα με τις μετρήσεις της Eurostat, πριν καν ξεσπάσει η ενεργειακή κρίση, η Ελλάδα είχε τα πρωτεία της “υπερχρέωσης”, δηλαδή αριθμό νοικοκυριών που δαπανούσαν πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος τους για το κόστος στέγασης, δηλαδή ενοίκια, επισκευή και συντήρηση κατοικίας, σχετικές υπηρεσίες, όπως η ύδρευση, αλλά και προϊόντα ενέργειας που σχετίζονται με τη θέρμανση (ηλεκτρισμός, φυσικό αέριο, πετρέλαιο θέρμανσης κ.λπ.).
Στο 28,8% το 2021 το overburden rate στην Ελλάδα
Συνολικά στη χώρα μας, το overburden rate διαμορφώθηκε το 2021 σε 28,8%. Ειδικά για τους κατοίκους των πόλεων έφτασε στο 32,4%), ενώ για όσους διαμένουν σε αγροτικές περιοχές ήταν 22%, επιβεβαιώνοντας ότι το κόστος ζωής στην περιφέρεια είναι χαμηλότερο. Όπως αποτυπώνεται στο συγκριτικό γράφημα της Eurostat, η Ελλάδα έχει με διαφορά τα υψηλότερα ποσοστά “υπερχρέωσης”.
Υπάρχει, όμως, ένα ακόμα στοιχείο που αναδεικνύει η σχετική μελέτη της Alpha Bank. Το ποσοστό του πληθυσμού που ζει σε νοικοκυριά, για τα οποία το κόστος στέγασης υπερβαίνει το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους (overburden rate), ήταν το 2021 υψηλότερο για όσους ενοικιάζουν (74,6%), έναντι των ιδιοκτητών που αποπληρώνουν στεγαστικό, ή άλλο δάνειο (18,5%). Κι αυτό το στοιχείο, των υπερχρεωμένων νοικοκυριών που ζουν στο ενοίκιο, δεν είναι άσχετο από τον καλπασμό των μισθωμάτων τα τελευταία χρόνια.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Eurostat και της ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα έχει υποχωρήσει από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης ως σήμερα. Το 2012, το 75,9% των νοικοκυριών ζούσε σε ιδιόκτητη κατοικία, ενώ το 2021 το ποσοστό αυτό είχε υποχωρήσει στο 73,3%, ανεβάζοντας έτσι τον αριθμό των νοικοκυριών- κυρίως νέων- που πέρα από το κόστος των λογαριασμών, έχει και το “βάρος” των ενοικίων.
Ενοίκια
Σε ό,τι αφορά στα ενοίκια στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον σχετικό υποδείκτη του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών καταναλωτή, αυτές ακολουθούν ανοδική πορεία, από το δεύτερο τρίμηνο του 2021 και μετά. Ο ρυθμός αύξησής τους υπερέβη, μάλιστα, τον ρυθμό ανόδου του αντίστοιχου δείκτη της Ευρωζώνης, το τέταρτο τρίμηνο του 2022 (2,6%, έναντι 2,1%).
Υπάρχει άραγε η δυνατότητα απόκτησης ιδιόκτητης κατοικίας, έτσι ώστε κάποιος να απαλλαγεί από το μηνιαίο άγχος του ενοικίου; Πολύ δύσκολα. Οι ονομαστικές τιμές των κατοικιών στην Ελλάδα παραμένουν σε ανοδική τροχιά, από το πρώτο τρίμηνο του 2018 και μετά. Μετά από μια προσωρινή υποχώρηση του ρυθμού ανόδου, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η αύξηση των τιμών επιταχύνθηκε εκ νέου, από τις αρχές του 2021, φθάνοντας, το τρίτο τρίμηνο του 2022, στο 11,2% σε ετήσια βάση. Την ίδια ώρα, ο αντίστοιχος ρυθμός μεταβολής των τιμών κατοικιών στην Ευρωζώνη επιβραδύνθηκε, το τρίτο τρίμηνο του 2022, σε 6,8%, από 9,2% στο δεύτερο και 9,8% στο πρώτο τρίμηνο του έτους.
Σύμφωνα με τη μελέτη της Alpha Bank, η εξέλιξη του βάρους των δαπανών στέγασης στον οικογενειακό προϋπολογισμό, βραχυπρόθεσμα, θα προκύψει ως το συνδυαστικό αποτέλεσμα διαφόρων παραγόντων, μεταξύ των οποίων:
- της εξέλιξης του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο αυξήθηκε κατά 6,5% σε ετήσια βάση, το πρώτο εννεάμηνο του 2022. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι, σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του 2019, το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε, το εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του 2022, κατά 10,4%.
- της πορείας του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή-Στέγαση, ο οποίος κατέγραψε ετήσια άνοδο ύψους 25% το 2022, κυρίως λόγω της ανόδου των τιμών των προϊόντων ενέργειας (ηλεκτρισμός, φυσικό αέριο, πετρέλαιο θέρμανσης κ.λπ.), οι οποίες αυξήθηκαν κατά 50,8% πέρυσι.
- της εξέλιξης των ενοικίων, όσον αφορά στους ενοικιαστές. Ο ΕνΔΤΚ-Ενοίκια, ο οποίος, αποτελεί υποδείκτη του ΕνΔΤΚ-Στέγαση, αυξήθηκε συνολικά το 2022 κατά 1,3%.
- της εξέλιξης των επιτοκίων που επηρεάζει τους ιδιοκτήτες ακινήτων με στεγαστικό ή άλλο δάνειο.