Το «ολοκαύτωμα» στις αγορές και η προοπτική ενός παγκόσμιου εμπορικού πολέμου, αν μη τι άλλο, δεν επιτρέπουν τον παραμικρό εφησυχασμό, έστω αν και σε πρώτη φάση η ελληνική οικονομία δεν αναμένεται να δεχθεί ισχυρό πλήγμα.
Εν αναμονή των επόμενων κινήσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση και των αποφάσεων που θα ληφθούν για το είδος και την ένταση της απάντησης απέναντι στους αμερικανικούς δασμούς, το Κυβερνητικό Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής, που συνεδριάζει σήμερα, θα αναζητήσει τα ενδεδειγμένα μέτρα προστασίας (;) για την ελληνική οικονομία, σχεδιάζοντας παράλληλα το Plan B για την περίπτωση που η αμερικανική αγορά «κλείσει» λόγω δασμών.
Οι προβλέψεις
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι, παρά τη βίαιη αντίδραση στα χρηματιστήρια, που «μύρισαν» παγκόσμια ύφεση μετά την απάντηση της Κίνας, η Τράπεζα της Ελλάδας δεν θα αλλάξει στην παρούσα φάση τις προβλέψεις της για την ελληνική οικονομία. Έτσι, στην Ετήσια Έκθεση, που δημοσιοποιείται αύριο, ο πήχης για το ΑΕΠ θα παραμείνει στο 2,3% (ήδη χαμηλότερα από το 2,5% που προέβλεπε η Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής τον περασμένο Δεκέμβριο), ενώ στα επίπεδα του 2,9% θα διατηρηθεί και η πρόβλεψη για τον φετινό πληθωρισμό.
Ανάλογη στάση αναμονής θα κρατήσει και η ΕΚΤ, καθώς, σύμφωνα με πληροφορίες, δεν θα υπάρξει βιασύνη ως προς την αποτίμηση των αμερικανικών δασμών. Επί του παρόντος, η ΕΚΤ «βλέπει» για φέτος ανάπτυξη 0,9% στην Ευρωζώνη (η πρόβλεψη Μαρτίου είναι 0,2% χαμηλότερη από του Δεκεμβρίου) και πληθωρισμό στο 2,3%. «Προφανώς, αν... βρέξει δασμούς, θα γίνει επανεκτίμηση της κατάστασης», σημειώνουν αρμόδιες πηγές, δείχνοντας παράλληλα προς τη μεριά των ΗΠΑ, όπου εκδηλώνονται έντονες αντιδράσεις ακόμα και στο στρατόπεδο των Ρεπουμπλικανών.
Οι επιπτώσεις και το σχέδιο
Οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών προς τις ΗΠΑ αυξήθηκαν το 2024 κατά 13,9% σε σχέση με το προηγούμενο έτος και έφτασαν στα 2,4 δισ. ευρώ, ενώ οι ΗΠΑ παραμένουν ο 5ος εξαγωγικός μας προορισμός. Ακόμα κι έτσι, αυτές οι εξαγωγές δεν αντιστοιχούν παρά στο 4,9% των συνολικών εξαγωγών της χώρας μας.
Η πρώτη ανάγνωση αυτών των στοιχείων επιβεβαιώνει ότι το άμεσο πλήγμα στην ελληνική οικονομία δεν είναι βαρύ. Επειδή, όμως, μεγάλο μέρος αυτών των εξαγωγών αφορά στον «ευαίσθητο» αγροτοδιατροφικό τομέα (βρώσιμες ελιές, ελαιόλαδο, ροδάκινα κομπόστα, κρασί), με αποτέλεσμα να τίθεται σε κίνδυνο η βιωσιμότητα μικρών κατά βάση μονάδων, θα αναζητηθούν κατ’ αρχάς, σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο, τα μέτρα που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως δίχτυ προστασίας.
Το δεύτερο μέρος του σχεδιασμού που θα συζητηθεί στο ΚΥΣΟΙΠ είναι σαφώς πιο σύνθετο, καθώς αφορά στον επαναπροσανατολισμό των εξαγωγικών δραστηριοτήτων της χώρας. Κι όπως ήδη έδωσε το στίγμα των προθέσεων ο Κ. Χατζηδάκης, θα αναλυθούν τα δεδομένα για τη διείσδυση των ελληνικών προϊόντων στις αχανείς αγορές της Κίνας και της Ινδίας. Το εγχείρημα μόνο εύκολο δεν είναι, καθώς πρόκειται για αγορές με ιδιομορφίες. Ωστόσο, πριν καν υπάρξει υπόνοια για επιστροφή στον απομονωτισμό των προηγούμενων αιώνων, η Αθήνα είχε ανοίξει διαύλους επικοινωνίας σε πολύ υψηλό επίπεδο, όπως άλλωστε δείχνει η ανταλλαγή επίσημων επισκέψεων στο Δελχί και στο Πεκίνο. Είναι, άλλωστε, κοινή η διαπίστωση ότι η Ελλάδα άργησε πολύ να χτυπήσει την πόρτα αυτών των δύο αχανών αγορών, που παρά τις δυσκολίες παρουσιάζουν τεράστιες ευκαιρίες για τις ελληνικές εξαγωγές.
Η Ινδία και η Κίνα
Οι ελληνικές εξαγωγές στην Ινδία την περασμένη χρονιά μόλις που έφτασαν τα 885 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 596 εκατ. ευρώ αφορούσαν σε εξαγωγές αργού πετρελαίου. Τα νούμερα είναι αστεία για το μέγεθος της Ινδίας, ωστόσο οι προοπτικές είναι ευοίωνες.
Η μεσαία τάξη της Ινδίας, με ετήσιο εισόδημα από 5.500 έως 33.000 ευρώ, θα ανέλθει σε περίπου 1,02 δισεκατομμύρια το 2046-47, ενώ το κορυφαίο εισοδηματικό τμήμα, οι πλούσιοι, θα εκτιναχθεί από 56 εκατομμύρια σε 437 εκατομμύρια, κατ' εκτίμηση. Σημειωτέον, το 55% της αύξησης της κατανάλωσης μέχρι το 2031 θα πραγματοποιείται από τη μεσαία τάξη, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό για τις προοπτικές των εξαγωγών (και) της Ελλάδας.
Η περίπτωση της Κίνας είναι σαφώς πιο δύσκολη, καθώς η Ευρώπη επαναπροσδιορίζει τις σχέσεις της με τη «χώρα του δράκου». Ήδη έχουν ληφθεί μέτρα -μάλλον καθυστερημένα- για την αντιμετώπιση του αθέμιτου ανταγωνισμού που υφίστανται οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις από τις κεκαλυμμένες κρατικές ενισχύσεις σε κινεζικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη Γηραιά Ήπειρο. Παράλληλα, στις Βρυξέλλες προετοιμάζονται για το ενδεχόμενο οι θηριώδεις αμερικανικοί δασμοί σε κινεζικά προϊόντα να τα «οδηγήσουν» τελικά στην Ευρώπη ως εναλλακτικό προορισμό.
Στα καθ’ ημάς, την πενταετία 2019-2023 παρατηρείται ανάπτυξη του διμερούς ελληνοκινεζικού εμπορίου, η συνολική αξία του οποίου υπερέβη τα 7,2 δισ. ευρώ το 2023. Ωστόσο, η αξία των ελληνικών εξαγωγών μόλις που έφτασε τα 384,6 εκατ. ευρώ το 2023, μαρτυρώντας μια προδήλως ετεροβαρή εμπορική διμερή σχέση.
Σύμφωνα με σχετική Έκθεση της ελληνικής πρεσβείας στο Πεκίνο, η μεταρρύθμιση της πολιτικής απόκτησης ενός παιδιού (δικαίωμα απόκτησης και δεύτερου) αυξάνει τις προοπτικές εξαγωγής προϊόντων που αφορούν στην παιδική ένδυση, διασκέδαση και διατροφή. Αντίστοιχα, η γήρανση του πληθυσμού (η γενιά της μεγάλης πληθυσμιακής έκρηξης είναι ήδη στην τρίτη ηλικία) δημιουργεί ζήτηση υπηρεσιών περίθαλψης και ευγηρίας. Επίσης, υπάρχουν ευνοϊκές προοπτικές ζήτησης για ενέργεια, φαρμακευτικά, χημικά, ιατρικό εξοπλισμό, υλικά κατασκευής, μηχανήματα, επώνυμα προϊόντα ένδυσης και διατροφής.