Άλμα στη στροφή προς τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας επετεύχθη την προηγούμενη τετραετία.
Πηγές που γνωρίζουν καλά την αγορά ενέργειας ανέφεραν ότι περίπου η μισή εγκατεστημένη ισχύς από ανανεώσιμες πηγές που διαθέτει η χώρα μας τέθηκε σε λειτουργία μεταξύ του καλοκαιριού του 2019 και του φετινού Ιουλίου. Η πρόοδος ήταν ακόμα μεγαλύτερη στην κατηγορία των φωτοβολταϊκών, καθώς περίπου τα τρία πέμπτα της εγκατεστημένης ισχύος τοποθετήθηκαν κατά την πρώτη θητεία Μητσοτάκη.
Σύμφωνα με αδημοσίευτα στοιχεία από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια η εγκατεστημένη ισχύς των ΑΠΕ τονώθηκε κατά 5.035 MW, με τη συνολική ισχύ να «σκαρφαλώνει» στα 10.753 MW. Σε ό,τι αφορά τις φωτοβολταϊκές υποδομές, μεταξύ 2019 και 2023 προστέθηκαν στο μείγμα 3.188 MW, τη στιγμή που η συνολική ισχύς είναι 5.485 MW.
Η Ελλάδα άλλωστε είναι σήμερα η 7η χώρα στον κόσμο όσον αφορά στη συμμετοχή της ηλιακής και αιολικής ενέργειας στην ηλεκτροπαραγωγή, με μερίδιο που υπερβαίνει το 33%, σύμφωνα με τα δεδομένα της Ember, φορέα ερευνών που ειδικεύεται στην πράσινη μετάβαση.
Παράγοντες της αγοράς τόνισαν ότι πρόκειται για τεράστια αλλαγή σε σύγκριση με την περίοδο από το 2015 έως τον Ιούλιο του 2019, όταν η ανάπτυξη των ΑΠΕ στη χώρα μας επιβραδύνθηκε απότομα, με συνέπεια να εγκατασταθούν σωρευτικά 1.416 MW, παρά το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή πολιτική ήταν ιδιαίτερα υποστηρικτική ως προς την πράσινη μετάβαση στην ηλεκτροπαραγωγή.
Στρατηγικός μετασχηματισμός
Κυβερνητικές πηγές υπογράμμισαν ότι η επιτάχυνση των επενδύσεων σε ΑΠΕ είναι κομβικής σημασίας για τη χώρα. Πέραν της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, η διεύρυνση της αξιοποίησης του ήλιου και του άνεμου, που είναι ανεξάντλητες φυσικές πηγές, προστατεύει την χώρα από γεωπολιτικές απειλές όπως η χειραγώγηση των εξαγωγών φυσικού αερίου από τη Ρωσία.
Ταυτόχρονα, οι ίδιοι αξιωματούχοι επισήμαναν τη σημασία των ΑΠΕ για την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, από τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις έως την παροχή υπηρεσιών. Όπως εξήγησαν, η ευρύτερη στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές, ειδικά όταν η τεχνολογία επιτρέψει ευκολότερη αποθήκευση της υπερβάλλουσας παραγωγής, θα εγγυάται στις ελληνικές επιχειρήσεις φθηνή ενέργεια, που σημαίνει χαμηλό κόστος παραγωγής. Αυτό θα συνιστά σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα για την Ελλάδα έναντι της υπόλοιπης Ευρώπης και θα λειτουργεί ως παράγοντας προσέλκυσης επενδύσεων στη χώρα μας.