Μπορεί οι τεχνοκράτες στη Φρανκφούρτη και στις Βρυξέλλες να αντιμετωπίζουν το πρόβλημα του πληθωρισμού ως μια ακόμα άσκηση που δοκιμάζει τα μακροοικονομικά τους μοντέλα, αλλά τα νοικοκυριά στην Ελλάδα και την Ευρώπη βιώνουν τις πραγματικές επιπτώσεις των «συνταγών» που εφαρμόζουν εδώ και ενάμιση χρόνο οι «σοφοί».
Μετά από ένα δεκάμηνο σερί, η ΕΚΤ αποφάσισε να κρατήσει το επιτόκιο της στο απίστευτο 4%. Ωστόσο, ουδείς μπορεί να διακινδυνεύσει μια ασφαλή πρόβλεψη ότι είδαμε το “ταβάνι”, παρά το ότι τα αποκαλούμενα “περιστέρια” εκτιμούν ότι από τα μέσα της επόμενης χρονιάς μπορούμε να δούμε τις πρώτες μειώσεις επιτοκίων. Αν λάβουμε υπόψιν τις λίαν προσεκτικές δηλώσεις της Κ. Λαγκάρντ, τις σχεδόν απειλητικές εκτιμήσεις Κεντρικών Τραπεζιτών του Βορρά ότι μπορεί να χρειαστούν κι άλλες επιθετικές κινήσεις από την ΕΚΤ, αλλά και την αβεβαιότητα για το ρυθμό αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού, μάλλον πρέπει να κρατάμε μικρό καλάθι.
Τα νοικοκυριά δοκιμάζονται από τις αυξήσεις επιτοκίων
Το μόνο σίγουρο είναι ότι τα νοικοκυριά δοκιμάζονται από τις αυξήσεις επιτοκίων που ήδη έχουν γίνει. Από τη μια, οι παλιοί δανειολήπτες είδαν τις δόσεις των δανείων τους να “φουσκώνουν” μέχρι την περασμένη Άνοιξη οπότε οι τράπεζες αποφάσισαν το “πάγωμα” για τους συνεπείς. Από την άλλη, όσοι είχαν κατά νου να αποκτήσουν τη δική τους στέγη, βλέπουν ότι το κόστος εξυπηρέτησης ενός δανείου 120- 150 χιλιάδων ευρώ είναι απαγορευτικό.
Σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, το μέσο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα του συνόλου των δανείων προς τα νοικοκυριά αυξήθηκε κατά 207 μονάδες βάσης (Σεπτέμβριος 2023: 6,1%, Ιούλιος 2022: 4%), ως αποτέλεσμα της πολιτικής που εφαρμόζει η ΕΚΤ από το καλοκαίρι του 2022. Ειδικότερα, το μέσο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα στεγαστικών δανείων με διάρκεια άνω των πέντε ετών αυξήθηκε κατά 226 μονάδες βάσης (Σεπτέμβριος 2023: 4,4%, Ιούλιος 2022: 2,2%), ενώ στα στεγαστικά δάνεια με διάρκεια από ένα έως πέντε έτη αυξήθηκε κατά 127 μονάδες βάσης (Σεπτέμβριος 2023: 5,2%, Ιούλιος 2022: 3,9%).
«Καμπανάκι» από την ΤτΕ
Στο δια ταύτα, η ΤτΕ προειδοποιεί ότι η σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ, με τη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος υψηλών επιτοκίων, καθιστά σαφές ότι τόσο το κόστος χρηματοδότησης όσο και οι δυνατότητες αποπληρωμής χρέους από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις επηρεάζονται δυσμενώς. Το περιβάλλον αυτό, σε συνδυασμό με την επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης το 2023, ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά την ποιότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών με τη δημιουργία νέων “κόκκινων” δανείων.
Δεν είναι, όμως, μόνο το κόστος των δανείων, που προκαλεί ασφυξία. Ο καλπασμός της ελληνικής κτηματαγοράς συμπαρέσυρε τα ενοίκια, χωρίς να διαφαίνεται στον ορατό ορίζοντα το σημείο καμπής, ενώ η ενεργειακή κρίση ήρθε για να επιβαρύνει το κόστος στέγασης, παρά τις κρατικές επιδοτήσεις που άγγιξαν συνολικά τα 10 δισ ευρώ.
Όπως επισημαίνει η ΤτΕ, παρά την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, η Ελλάδα κατατάσσεται στη δυσμενέστερη θέση μεταξύ των χωρών της Ευρώπης σε ό,τι αφορά στο κόστος στέγασης. Πιο συγκεκριμένα, το κόστος στέγασης ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 34,2% για το 2022, έναντι 19,9% κατά μέσο όρο για την Ευρώπη των 27.
Επιπλέον, ο δείκτης υπερβολικής επιβάρυνσης λόγω κόστους στέγασης λαμβάνει για την Ελλάδα την υψηλότερη τιμή μεταξύ των χωρών της ζώνης του Ευρώ, καθώς για το έτος 2022 το 27% του πληθυσμού της χώρας επωμίστηκε κόστος στέγασης που αναλογούσε σε ποσοστό άνω του 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του, όταν το αντίστοιχο ποσοστό πληθυσμού στη ζώνη του ευρώ διαμορφώθηκε σε 9,4%.
«Έκρηξη» ενοικίων
Ειδικά όσον αφορά στο ράλι των ενοικίων, αλλά και των εμπορικών τιμών των ακινήτων, είναι τουλάχιστον εξοργιστικό το επιχείρημα ότι οι σχετικοί δείκτες τιμών παραμένουν χαμηλότερα από τα επίπεδα πριν από την οικονομική κρίση, καθώς αντίστοιχη ή και μεγαλύτερη “βουτιά” κατέγραψαν μισθοί και συντάξεις, χωρίς να έχουν αποκαταστήσει αυτές τις απώλειες. Όπως επισημαίνει και η ΤτΕ, η θέση της Ελλάδας στην κατάταξη του κόστους στέγασης επηρεάζεται από το χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αυτό αποτυπώνεται στους ψυχρούς αριθμούς.
Το 2009, λίγο πριν μπούμε στο τούνελ της κρίσης, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ βρισκόταν στο 95% του κοινοτικού μέσου όρου, αγγίζοντας την περιβόητη “πραγματική σύγκλιση”. Από το 2010 και μετά ξεκινά η κατρακύλα και παρά το ότι μετά το σοκ της πανδημίας έχουμε “κερδίσει” 6 μονάδες, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας βρίσκεται στο 68% του κοινοτικού μέσου όρου, δηλαδή στην “ουρά” της ευρωπαϊκής κατάταξης.