Όταν τα μισά νοικοκυριά στην Ελλάδα δηλώνουν ότι δεν μπορούν να καλύψουν έκτακτες αλλά αναγκαίες δαπάνες 395 ευρώ, είναι προφανές ότι η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και της άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων λαμβάνουν πρώτο αριθμό προτεραιότητας στη μετά Covid εποχή.
«Βροχή» συγκριτικών μελετών από την Eurostat αποτυπώνει τις «πληγές» (και) στην ελληνική κοινωνία από τη δημοσιονομική κρίση κι εν συνεχεία από το σοκ της πανδημίας. Ο πιο χαρακτηριστικός δείκτης είναι αυτός του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, πόσο μάλλον όταν εκφράζεται σε Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης.
Ποια είναι η εικόνα για το 2020;
Η Ελλάδα «γλίστρησε» στο 64% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τάση που χαρακτηρίζει, μάλιστα, όλες τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, αναδεικνύοντας έτσι για μια ακόμα φορά το υπαρκτό πρόβλημα της Ευρώπης των δύο ή μάλλον των πολλών ταχυτήτων. Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα που μπήκε στην οικονομική κρίση όντας στο 85% του κοινοτικού μέσου όρου, πλέον βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της ευρωπαϊκής κατάταξης.
Βασική παράμετρος της οικονομικής κατάστασης των νοικοκυριών, είναι οι τιμές βασικών προϊόντων και υπηρεσιών. Αν και ο γενικός δείκτης κινείται αρκετά χαμηλότερα από τον κοινοτικό μέσο όρο και συγκεκριμένα στο 86%, υπάρχει ένα «αλλά» που κάνει τη διαφορά: οι τιμές των τροφίμων και των μη οινοπνευματωδών ποτών κινούνται πάνω από το μέσο ευρωπαϊκό όρο, ενώ ανάλογη είναι η εικόνα και στα είδη υπόδησης.
Αναμφίβολα θα μπορούσε κανείς να επισημάνει ότι ακόμα και στα είδη όπου οι τιμές είναι κάτω από το μέσο κοινοτικό όρο π.χ. στα ρούχα, αυτές τελικά είναι αναντίστοιχες των εισοδημάτων, αναδεικνύοντας έτσι για μια ακόμα φορά το θέμα των στρεβλώσεων στην ελληνική οικονομία. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι αυτό που «πληρώνουν» οι καταναλωτές είναι τα εμπόδια ή και ολιγοπώλια που εντοπίζονται ακόμα στην ελληνική οικονομία, δηλαδή με λίγα λόγια ότι υπάρχουν ακόμα πεδία με «στεγανά», που δεν επιτρέπουν τον ανταγωνισμό και κρατούν τις τιμές σε υψηλά επίπεδα. Υπάρχει, όμως και η άλλη άποψη, που λέει ότι στην περίοδο της μνημονιακής περιόδου επιβλήθηκε από τους δανειστές μια βίαιη εσωτερική υποτίμηση, η οποία τελικά εξαντλήθηκε στη μείωση των μισθών- που ήταν πιο εύκολη- χωρίς να υπάρχει αντίστοιχη πίεση για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.
Λίαν αποκαλυπτικά είναι και τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τα επίπεδα φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 5.266 ευρώ ετησίως ανά μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 11.059 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών και ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 8.777 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της Χώρας εκτιμήθηκε σε 17.250 ευρώ.
Το 2020 (περίοδος αναφοράς εισοδήματος 2019), το 17,7% του συνολικού πληθυσμού της Χώρας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας. Ο δείκτης αυτός που κατά το έτος 2005 (με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2004) ανερχόταν στο 19,6%, σημείωσε αυξητική πορεία έως το έτος 2012 όπου εκτιμήθηκε στο 23,1% ενώ άρχισε να μειώνεται από το έτος 2014. Αυτή είναι, όμως, η “καλή” ανάγνωση των στοιχείων. Τι γίνεται αν ως βάση υπολογισμού ληφθεί υπόψιν το κατώφλι φτώχειας του 2008, δηλαδή πριν ξεκινήσει η οικονομική κρίση; Το 37,8% του πληθυσμού του έτους 2020 θα κατατασσόταν ως εκτεθειμένο στον κίνδυνο φτώχειας!
Η άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος αφορά στους δείκτες υλικής αποστέρησης, δηλαδή στην αδυναμία κάλυψης βασικών αναγκών ενός νοικοκυριού. Τα αποτελέσματα μιλάνε μόνα τους:
- Το 45,5% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει ότι στερείται διατροφής που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται σε 5,3%
- Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν οικονομική αδυναμία να έχουν ικανοποιητική θέρμανση το χειμώνα ανέρχεται σε 16,7%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα φτωχά νοικοκυριά είναι 38,8% και για τα μη φτωχά νοικοκυριά 12%
- Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν επιβάρυνση από το κόστος στέγασης ανέρχεται σε 32,6%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα φτωχά νοικοκυριά είναι 82,5% και για τα μη φτωχά νοικοκυριά 21,9%
- Το 44,6% των νοικοκυριών που έχουν λάβει καταναλωτικό δάνειο για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, δηλώνει ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωμή αυτού ή των δόσεων
- Το 49% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασμών , όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου, κ.λπ.
- Το 71% των φτωχών νοικοκυριών αναφέρει μεγάλη δυσκολία στην αντιμετώπιση των συνήθων αναγκών του με το συνολικό μηνιαίο ή εβδομαδιαίο εισόδημά του
- Το ελάχιστο μέσο καθαρό μηνιαίο εισόδημα για την αντιμετώπιση των αναγκών των νοικοκυριών της Χώρας ανέρχεται, κατά δήλωσή τους, σε 1.998 ευρώ. Τα φτωχά νοικοκυριά χρειάζονται 1.924 ευρώ, ενώ τα μη φτωχά νοικοκυριά 2.014 ευρώ
- Το 19,2% των φτωχών νοικοκυριών, το 8,7% των μη φτωχών νοικοκυριών και το 8,9% του συνόλου των νοικοκυριών δεν διαθέτουν ένα τουλάχιστον ΙΧ επιβατηγό αυτοκίνητο, ενώ το 9% των φτωχών νοικοκυριών, το 1,7% των μη φτωχών και το 3% του συνόλου των νοικοκυριών δεν διαθέτουν προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή, αν και τον χρειάζονται, λόγω οικονομικής αδυναμίας