«Η κρίση δεν μεταφέρθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Ευρώπη» επισήμανε ο Παναγιώτης Πετράκης, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, σχετικά με την κατρακύλα των μετοχών της τράπεζας Credit Suisse, λίγες ημέρες μετά την κατάρρευση των δύο αμερικανικών τραπεζών.
Μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα, ο κ. Πετράκης εξήγησε ότι είναι διαφορετικά τα προβλήματα στις δύο περιπτώσεις, αλλά σημείωσε ότι υπάρχει ένα κοινό υπόβαθρο και αυτό δεν είναι άλλο από το ότι διανύουμε περίοδο αύξησης των επιτοκίων.
«Άρα τα πάντα γίνονται ακριβότερα. Άρα όλοι γίνονται προσεκτικότεροι. Όλοι θέλουν τα χρήματά τους ασφαλή. Αυτός είναι ο κοινός τόπος, όμως τα προβλήματα είναι πολύ διαφορετικά. Είναι πολύ διαφορετικά τα προβλήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες, διαφορετικά στην Credit Suisse, η οποία μέχρι στιγμής αυτή είναι εκείνη η οποία έχει τα προβλήματα. Ενδεχομένως αυτό θα το μάθουμε σύντομα, αν πιθανόν υπάρχουν τράπεζες στην Ευρώπη ή οργανισμοί τελοσπάντων, οι οποίοι έχουν σχέσεις μαζί της, αλλά αυτή τη στιγμή δεν το ξέρουμε. Από εκεί προέρχεται η ανησυχία, από το γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε ακριβώς την έκταση των σχέσεων οι οποίες υπάρχουν» προσέθεσε.
Πώς προέκυψε το πρόβλημα με την Credit Suisse
Το πρόβλημα ξεκίνησε για την Credit Suisse περιέγραψε ο κ. Πετράκης, όταν ένας βασικός μέτοχός της, που κατέχει περίπου το 10%, ανακοίνωσε ότι δεν θα διαθέσει άλλα κεφάλαια για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. «Αυτό ήταν που προκάλεσε το πρόβλημα που δείχνει ουσιαστικά την έλλειψη αξιοπιστίας, άρα η μετοχή έπεσε, ξεκίνησε ο πανικός» είπε χαρακτηριστικά ο κ. Πετράκης.
Πάντως, μετά τις εξελίξεις αυτές, φαίνεται πως για τους δανειολήπτες τα νέα θα είναι πιο ευνοϊκά, σε σχέση με το πώς θα κυμανθούν τα επιτόκια, ενώ μια εβδομάδα πριν η Κριστίν Λαγκάρντ είχε προαναγγείλει ως πιθανή μια νέα αύξηση κατά μισή ποσοστιαία μονάδα.
«Η άνοδος των επιτοκίων θα ανακοπεί»
Ερωτηθείς αν θα ανακοπεί η άνοδος των επιτοκίων, ο κ. Πετράκης δήλωσε «η απάντηση είναι ξεκάθαρα, ναι».
«Εμείς έχουμε κάποιους δείκτες τους οποίους παρακολουθούμε, οι οποίοι εκφράζουν τη μελλοντική πορεία των επιτοκίων. Και μπορώ να πω ότι ενώ περιμέναμε το ανώτατο όριο των επιτοκίων, τέλος του χρόνου, θα έφτανε υπό κανονικές συνθήκες να ήταν μεταξύ 3,75-4,10, τώρα δεν το βλέπουμε να είναι πάνω από 3,40, ήδη δηλαδή έχουμε μία κίνηση προς τα κάτω. Θα το δούμε ίσως και στην απόφαση την αυριανή της ΕΚΤ. Δεν νομίζω ότι η αυριανή απόφαση θα περιλαμβάνει το 0,50 αύξηση των επιτοκίων, την οποία αναμέναμε. Νομίζω ότι είτε θα είναι “περιμένουμε και θα δούμε” είτε θα είναι 0,25» είπε καταλήγοντας ο καθηγητής.