«Μαύρη» Δευτέρα για τις αγορές, που δεν μπόρεσαν να απορροφήσουν τους κραδασμούς από τις ανακοινώσεις Λαγκάρντ αλλά και το μπαράζ των αρνητικών ειδήσεων.
Όσο κι αν ακούγεται κοινότυπο, πρόκειται για την τέλεια καταιγίδα. Η προαναγγελία επιθετικής αύξησης επιτοκίων από την ΕΚΤ, οι εκτιμήσεις για υψηλότερο κι επίμονο πληθωρισμό, τα σενάρια για ύφεση -ήδη η Βρετανία έχει δύο αρνητικά τρίμηνα- στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, η ανησυχία για «φρενάρισμα» της Κίνας λόγω νέων περιορισμών Covid, οι σύνθετοι δείκτες του ΟΟΣΑ που «φωτογραφίζουν» απώλεια του θετικού momendum για την ευρωπαϊκή οικονομία, ο νέος «Ψυχρός» Πόλεμος Δύσης-Ρωσίας αλλά και ένταση στις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας προκάλεσαν ένα ανελέητο σφυροκόπημα στα χρηματιστήρια και τις αγορές ομολόγων.
Η Ιταλία «απειλεί» την Ευρώπη με γερό ταρακούνημα
Η Ελλάδα αλλά και ο ευρωπαϊκός Νότος είχαν προετοιμαστεί για το τέλος του φτηνού χρήματος, ωστόσο αυτό που γίνεται τώρα στις αγορές ξεφεύγει από τα βασικά σενάρια εργασίας. Κι αν η Ελλάδα έχει «χτίσει» μετά κόπων και βασάνων ένα ελκυστικό προφίλ Χρέους, δεν συμβαίνει το ίδιο με την Ιταλία, η οποία «απειλεί» την Ευρώπη με ένα γερό ταρακούνημα. Ενδεικτικό είναι ότι ενώ η μέση ωρίμανση του ελληνικού Χρέους έχει διαμορφωθεί στα 20 έτη, της Ιταλίας είναι μόλις 7 χρόνια. Επιπλέον, ενώ οι δανειακές ανάγκες της χώρας μας .-μαζί με τα έντοκα- υπολογίζονται σε κάτι λιγότερο από 20% του ΑΕΠ, της Ιταλίας φτάνουν στο 27%. Αν συνυπολογίσει κανείς ότι η Ελλάδα διατηρεί ως αμορτισέρ ένα ταμειακό απόθεμα άνω των 30 δισ ευρώ, αντιλαμβάνεται γιατί οι αγορές έχουν στρέψει εκ νέου τα μάτια στη γειτονική χώρα.
Σε μια συγκυρία, όπου το γερμανικό 10ετές έχει κάνει ένα απίστευτο άλμα πάνω από το 1,6%, η Ιταλία (4,1%) έχει «πιάσει» την Ελλάδα (4,4%) που βρίσκεται στα επίπεδα του 2019, με τους αναλυτές να αναρωτιούνται τι άλλο πρέπει να γίνει, προκειμένου η Κ. Λαγκάρντ να διευκρινίσει τι ακριβώς προτίθεται να κάνει για να στηρίξει τις υπερχρεωμένες χώρες και για αποφύγει τον κατακερματισμό της Ευρωζώνης.
Αναγκαιότητα για την Ελλάδα η επιστροφή στην κανονικότητα -Κρίσιμο Eurogroup
Με τις αγορές να θυμίζουν πάλι ναρκοπέδιο, είναι προφανές πόσο αναγκαία είναι η επιστροφή της Ελλάδας στην κανονικότητα. Την Πέμπτη στο Eurogroup, με την τυπική συζήτηση επί της 14ης και τελευταίας Έκθεσης Αξιολόγησης, επισφραγίζεται η έξοδος της Ελλάδας από την Ενισχυμένη Εποπτεία. Ωστόσο, ο μεγάλος και πιο ουσιαστικός στόχος είναι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Υπό άλλες συνθήκες, το βήμα αυτό θα είχε γίνει προ πολλού, αν κρίνει κανείς τις αναβαθμίσεις- έκπληξη εν μέσω πανδημίας και ενεργειακής κρίσης. Πλέον, το τελευταίο κατά κυριολεξία βήμα, θα πρέπει να γίνει στην κινούμενη άμμο που έχει δημιουργήσει η εν εξελίξει κρίση.
Οι εξελίξεις στην Ευρώπη αλλά και η θέση της Ελλάδας, θα συζητηθούν στο σημερινό τετ-α-τετ του Χ. Σταϊκούρα με το Γερμανό ομόλογο του Κ. Λίντνερ, υπό συνθήκες πλήρους... «θολούρας», αναφορικά με τη δημοσιονομική στρατηγική, που θα πρέπει να ακολουθήσουν οι κυβερνήσεις το 2023. Μπορεί η ρήτρα διαφυγής να διατηρήθηκε -με τα χίλια ζόρια- «ζωντανή» για έναν ακόμα χρόνο, ωστόσο από τις επίσημες δηλώσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων έχει γίνει σαφές ότι το 2023 θα πρέπει άπαντες και ειδικά οι υπερχρεωμένοι, να «συμμαζευτούν».
Τι θα επιδιώξει η Αθήνα
Η Αθήνα έχει διαμηνύσει ότι θα επιδιώξει τον αρχικό στόχο της επιστροφής σε πρωτογενή πλεονάσματα (1,1%- 1,3%), κυνηγώντας την όσο το δυνατόν ταχύτερη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Με τον εκλογικό κύκλο, όμως, να έχει ανοίξει και τις ανάγκες νοικοκυριών-επιχειρήσεων να πιέζουν για πρόσθετα μέτρα στήριξης απέναντι στο τσουνάμι των ανατιμήσεων, είναι προφανές ότι το οικονομικό επιτελείο θα πρέπει να κινηθεί ως... ακροβάτης.
Τα πρώτα στοιχεία των εσόδων για τα έσοδα του Μαΐου, που δημοσιεύονται αύριο, καθώς και οι πρόδρομοι δείκτες για τους επόμενους μήνες από το πεδίο του Τουρισμού, θα «ξεκλειδώσουν» τις νέες επιδοτήσεις για τα καύσιμα. Ωστόσο το μεγάλο στοίχημα είναι ο «χώρος» που μπορεί να δημιουργηθεί για την επόμενη χρονιά, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή όχι μόνο η συνέχιση των μέτρων στήριξης απέναντι στον πληθωρισμό αλλά και η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης σε συνταξιούχους- δημοσίους υπαλλήλους.