Ο καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Πάνος Τσακλόγλου αποκωδικοποιεί με ακρίβεια τι μπορεί να κερδίσει αλλά και τους πιθανούς κινδύνους για την Ελλάδα από την πρωτοβουλία Μέρκελ-Μακρόν, την πραγματική ύφεση που προκαλεί στην οικονομία μας η πανδημία και τις πιθανότητες νέου μνημονίου.
Προσεγγίζει με ακρίβεια αριθμών τα δεδομένα για την ελληνική οικονομία εξαιτίας της πανδημίας, την πορεία των επενδύσεων, τι μπορούμε και πρέπει να απαιτήσουμε από την Ευρώπη. Λίγες ώρες μετά τις ανακοινώσεις του Πρωθυπουργού για την στήριξη της οικονομίας και την εξειδίκευση από τους αρμόδιους υπουργούς, ο Πάνος Τσακλόγλου, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο και Ερευνητικός Εταίρος στο Institute for the Study of Labor (IZA, Bonn) και στο Hellenic Observatory (LSE, London) αναλύει στο iefimerida όλα τα καλά σενάρια αλλά και τους κινδύνους που έχει να αντιμετωπίσει η οικονομία της Ελλάδας. Τι πραγματικά θα φέρει η πρωτουλία Μέρκελ-Μακρόν, οι κινήσεις που πρέπει να γίνουν σε οικονομικούς κλάδους εκτός τουρισμού, τι θα συμβεί με τις διεθνείς επενδύσεις και η παρακαταθήκη της Μέρκελ.
Λεφτά υπάρχουν -ήταν ένα από τα πρώτα σχόλια που άκουσα μετά το διάγγελμα του Πρωθυπουργού.
Ο κος Μητσοτάκης μίλησε για 24 δις, δηλαδή για ποσό γύρω στο 14% του ΑΕΠ μας, ενώ στη Γερμανία μιλάνε για 50% του ΑΕΠ. Αυτό μπορούμε, αυτό κάνουμε και νομίζω ότι ορθώς πράττει. Προσωπικά δεν συμφωνώ με αυτό που λένε ο κος Τσίπρας και η κα Γεννηματά που του ζητούν να ρίξει όλα τα χρήματα τώρα μέσω ενός εμπροσθοβαρούς προγράμματος. Υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα για την εξέλιξη της πανδημίας. Είναι πολύ πιθανό ότι έχουμε μπροστά μας μαραθώνιο, όχι αγώνα ταχύτητας. Χρειαζόμαστε πολεμοφόδια και για μετά. Όλες οι χώρες προσπαθούν να κάνουν με άμεσο τρόπο δύο πράγματα και, εμμέσως, και ένα τρίτο που αφορά ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Το πρώτο και κυριότερο είναι να μην καταρρεύσει ο παραγωγικός ιστός, δηλαδή οι επιχειρήσεις, με συνακόλουθο την κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας. Υπάρχει και το επιχείρημα όσων λένε «να ενισχύσουμε τους εργαζόμενους». Βεβαίως, αλλά αν κλείσουν οι επιχειρήσεις πώς θα τους ενισχύσουμε σε βάθος χρόνου;
Αυτή είναι η αντίρρηση για την πολιτική των επιδομάτων;
Η κυβέρνηση του κου Μητσοτάκη εισήγαγε στην Ελλάδα ουσιαστικά το kurzarbeit, το γερμανικό σύστημα με το οποίο πληρώνεται από το κράτος ένα κομμάτι του μισθού του εργαζομένου για να μην απολυθεί, αντί να μείνει άνεργος και να λαμβάνει επίδομα ανεργίας. Έτσι ενισχύεται και η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών γιατί δεν αυξάνεται η ανεργία και ταυτόχρονα στηρίζονται και οι επιχειρήσεις διότι μειώνεται το εργατικό τους κόστος. Άρα, το πρώτο μέλημα είναι να μείνουν όσο το δυνατό περισσότερες επιχειρήσεις όρθιες. Το δεύτερο είναι να μην καταρρεύσει η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
Και ποιο είναι το τρίτο, έμμεσο στοιχείο, που αφορά ειδικότερα την Ελλάδα;
Αν αποφύγεις την καταστροφή του παραγωγικού ιστού και την έκρηξη της ανεργίας, τότε σε μεγάλο βαθμό οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά θα συνεχίσουν να πληρώνουν τα δάνειά τους και δεν θα έχουμε μεγάλη αύξηση των κόκκινων δανείων. Αυτό έχει μεγάλη σημασία για τη χώρα μας, όπου το τραπεζικό σύστημα βρίσκεται ακόμα σε πολύ αδύναμη θέση. Παρόμοια μέτρα λαμβάνουν όλες οι χώρες, όμως κάποιες έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες λόγω χαμηλού λόγου χρέους προς ΑΕΠ – δηλαδή, έχουν μεγαλύτερο «δημοσιονομικό χώρο». Αν έχεις χαμηλό χρέος βγαίνεις στις αγορές και αυτές πρόθυμα σε δανειοδοτούν με χαμηλά επιτόκια. Αν οι αγορές βλέπουν ότι το χρέος σου είναι υπερβολικά υψηλό, τότε τα πράγματα αρχίζουν και ζορίζουν. Εκεί είναι ο μεγάλος κίνδυνος. Κάποιες χώρες που χτυπήθηκαν ιδιαίτερα από τον κορωνοϊό – η Ιταλία, η Ισπανία, αλλά και το Βέλγιο το οποίο δεν το αναφέρουν συχνά- έχουν υψηλό χρέος και διαθέτουν περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο είναι πολύ πιθανό ότι δεν θα μπορέσουν να δανεισθούν με ικανοποιητικούς όρους χωρίς εξωτερική στήριξη. Και για αυτό το λόγο ζητούν παρέμβαση σε κοινοτικό επίπεδο. Εκεί έχει έρθει ήδη η παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Πώς λειτούργησε αυτή στην περίπτωση της Ελλάδας;
Πριν το ξέσπασμα της κρίσης, οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας έδειχναν ευνοϊκές και η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου μειώθηκε σε πρωτοφανή επίπεδα, γύρω στο 1%. Μόλις ξέσπασε η κρίση του κορωνοϊού, οι επενδυτές άρχισαν να ψάχνουν για «ασφαλή λιμάνια» και να πωλούν ομόλογα των αδύναμων οικονομιών της περιφέρειας. Σαν αποτέλεσμα, οι αποδόσεις αυτές αυξήθηκαν απότομα στο 4%. Τότε παρενέβη η κα Λαγκάρντ λέγοντας ότι η ΕΚΤ θα αρχίσει να αγοράζει ελληνικά ομόλογα και αμέσως οι αποδόσεις έπεσαν από το 4% στο 2%.
Παίζουν ρόλο εδώ τα πρόσωπα; Αν δεν ήταν η κα Λαγκάρντ θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα;
Και ο κος Ντράγκι το ίδιο θα έκανε νομίζω. Αυτό που μπορεί να επηρεάσει τις αποφάσεις της ΕΚΤ είναι η απόφαση του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου. Και νομίζω ότι ένας από τους λόγους που είχαμε την πρόσφατη συμφωνία Μέρκελ-Μακρόν ήταν για να αποφύγει παραπέρα τριβές με το δικαστήριο η κα Μέρκελ, γιατί πολλές χώρες την πίεζαν να προχωρήσει σε κάποια μορφή ευρωομολόγου. Ουσιαστικά η κα Μέρκελ είπε όχι, δεν θα συμφωνήσω στην έκδοση ευρωομολόγου, αλλά θα πάμε και θα ενισχύσουμε τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό πληρώνοντας λίγο παραπάνω τα επόμενα χρόνια. Η Ευρώπη θα δανειστεί τώρα λεφτά και θα τα δώσει σε χώρες και κλάδους που έχουν πληγεί από την πανδημία.
Να τα δώσει, ή να τα δανείσει; Δεν είναι σαφές αυτό ακόμα. Και τι σημαίνει να τα «δώσει»;
Να έχουν την μορφή επιχορηγήσεων. Μακρόν και Μέρκελ μίλησαν ξεκάθαρα για επιχορηγήσεις, όχι για δάνεια.
Ναι αλλά δεν έχει οριστικοποιηθεί αυτό και υπάρχουν πιέσεις περί του αντιθέτου.
Εκεί είναι το μεγάλο θέμα αυτή τη στιγμή. Υπάρχουν οι λεγόμενοι «frugal four» -Ολλανδία, Αυστρία, Δανία, Σουηδία- που λένε ότι θέλουν να είναι γενναιόδωροι αλλά μόνο μέσω δανείων. Δηλαδή, να δανειστεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή από τις αγορές με εγγύηση τον προϋπολογισμό της ΕΕ με επιτόκιο κοντά στο μηδέν, να δώσουμε το προϊόν του δανείου στις χώρες που το έχουν περισσότερο ανάγκη, αλλά αυτές να είναι υπεύθυνες για την αποπληρωμή του. Αντίθετα, η πρόταση Μέρκελ-Μακρόν προβλέπει επιχορηγήσεις αντί δανείων και αποπληρωμή με βάση τη συμβολή των κρατών-μελών της ΕΕ στον προϋπολογισμό της. Πρέπει να περιμένουμε να δούμε την τελική απόφαση που θα πάρουν οι 27.
Ποια είναι η εκτίμησή σας;
Νομίζω ότι θα βρεθεί κάποιος συμβιβασμός. Αν ένα σημαντικό τμήμα του προγράμματος τελικά αποτελείται από δάνεια, όπως επιθυμούν οι Βόρειοι, νομίζω ότι οι Νότιοι θα πιέσουν για αύξηση του συνολικού μεγέθους του προγράμματος.
Ας μιλήσουμε λοιπόν για το ρεαλιστικό καλό σενάριο της Ελλάδας από την πρωτοβουλία Μέρκελ-Μακρόν.
Η Ελλάδα επιθυμεί η όποια βοήθεια να δοθεί κυρίως μέσω μεταβιβάσεων και όχι μέσω δανείων διότι η μεταβίβαση δεν επιβαρύνει το δημόσιο χρέος. Το δάνειο όσο προνομιακό και να είναι συμπεριλαμβάνεται στον λόγο χρέους προς ΑΕΠ και αυτό επηρεάζει τις συνθήκες δανεισμού στις αγορές. Βέβαια υπάρχει κάτι στο οποίο δεν αναφέρεται κανείς και μου έχει προκαλέσει εντύπωση. Αυτό το πακέτο, ακόμα και αν εγκριθεί όπως ακριβώς συμφώνησαν Μέρκελ και Μακρόν, θα ενεργοποιηθεί από το 2021. Όμως η αύξηση του χρέους διαφόρων χωρών θα γίνει φέτος. Επομένως, η επίδραση αυτών των κεφαλαίων θα είναι κυρίως στον παρονομαστή του παραπάνω λόγου, ενώ ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα αυξηθεί σημαντικά φέτος σε πολλές χώρες.
Κίνδυνος για την Ελλάδα υπάρχει από αυτή την πρωτοβουλία;
Υπάρχει ένας εντός εισαγωγικών «κίνδυνος». Το ανακοινωθέν Μέρκελ-Μακρόν, εμμέσως υποδηλώνει ότι θα ενισχυθούν οι χώρες που χτυπήθηκαν ιατρικά από την πανδημία. Αν δοθεί τέτοια ερμηνεία η Ελλάδα μπορεί να μπει σε δεύτερη μοίρα. Εμείς κάναμε το σωστό υγειονομικά, αλλά παρόλα αυτά περιμένουμε μεγάλο χτύπημα στην οικονομία μας. Η σύνθεση του ΑΕΠ της Ελλάδας είναι τέτοια ώστε οι κλάδοι που αναμένεται να πληγούν δριμύτερα από την πανδημία -τουρισμός, εστίαση, λιανικό εμπόριο, διεθνείς μεταφορές- έχουν πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα στη χώρα μας. Γι’ αυτό οι διεθνείς οργανισμοί εκτιμούν ότι η οικονομική κρίση στην Ελλάδα θα είναι μεγάλη.
Πόσο ακριβώς;
Οι προβλέψεις της Κομισιόν λένε ότι η ύφεση στην Ελλάδα θα είναι 9,7% φέτος στην Ελλάδα, 9,5% στην Ιταλία κ.ο.κ.. Μα, δεν είναι αυτό το αποτέλεσμα της πανδημίας! Τρεις μήνες πριν -που δεν υπήρχαν τα δεδομένα του κορωνοϊού- οι προβλέψεις ανάπτυξης για την Ελλάδα ήταν 2,4% και για την Ιταλία 0,3%. Με αυτή την έννοια ο συνολικός αντίκτυπος της πανδημίας σύμφωνα με τις προβλέψεις της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ελλάδα θα είναι 12,1% και για την Ιταλία 9,8%. Είναι μεγάλη η διαφορά. Με αυτό το επιχείρημα θα πρέπει να πάει ο υπουργός Οικονομικών μας για να διεκδικήσει ένα μεγαλύτερο κομμάτι της πίττας.
Να κριθούμε από τις συγκεκριμένες προβλέψεις της ίδιας της Κομισιόν και όχι από το πόσο καλοί ήμασταν στην αντιμετώπιση του υγειονομικού γεγονότος.
Ακριβώς. Γιατί θα είναι τρελό να έχουμε κάνει κάτι σωστό και στο τέλος να τιμωρηθούμε κιόλας γι’ αυτό.
Άρα, αναπόφευκτα πάμε και στο ζήτημα της διαπραγματευτικής δεινότητας της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Κοιτάξτε, η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα, μια χώρα καταχρεωμένη, μια χώρα που βρέθηκε για τους λάθος λόγους σχεδόν επί μια δεκαετία στα πρωτοσέλιδα του διεθνούς τύπου. Όμως ας δούμε που βρισκόμαστε πραγματικά τώρα. Πριν από την κρίση του κορωνοϊού, ο τρόπος που αντιμετωπίσαμε την κρίση στον Έβρο έκανε θετική εντύπωση στην Ευρώπη. Αντιμετωπίσαμε την κρίση με αποτελεσματικότητα ενώ οι Ευρωπαίοι περίμεναν να δουν σκηνές Ειδομένης. Κατόπιν, ήρθε η υγειονομική κρίση όπου δείξαμε μια διαχειριστική επάρκεια που λίγες φορές είχε δείξει η χώρα μας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό έχει δημιουργήσει μια θετική εικόνα για την Ελλάδα. Γενικά, νομίζω ότι μέχρι στιγμής η Ελλάδα έχει παίξει πολύ σωστά τα χαρτιά της σε ευρωπαϊκό επίπεδο στην περίοδο της πανδημίας. Τι εννοώ: η Ελλάδα ήταν πάντα υπέρ του ευρωομολόγου. Αν όμως έβγαινε μπροστά με αυτό το αίτημα όπως ζητούσαν ορισμένοι, πιθανότατα θα βοηθούσε να «καεί» το ίδιο το ευρωομόλογο, θα ερχόντουσαν στην μνήμη εικόνες από το παρελθόν μας και θα ακούγαμε πάλι «αχ, αυτοί οι μπατίρηδες οι Έλληνες». Οπότε, παίξαμε το χαρτί της υπευθυνότητας. Αφήσαμε άλλους να βγουν μπροστά αλλά στηρίξαμε τις πρωτοβουλίες τους.
Η κατάρρευση του τουρισμού λόγω πανδημίας και όσων συμπαρασύρει στην οικονομία μήπως φανερώνει και μια εν τέλει κοντόφθαλμη πολιτική των τελευταίων κυβερνήσεων; Ποντάραμε τα πάντα εκεί και άλλοι τομείς με αναπτυξιακά χαρακτηριστικά μοιάζει να έμειναν σε δεύτερη μοίρα.
Δεν ήταν ο τουρισμός ο μόνος τομέας που έχει γνωρίσει μεγάλη ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια. Είναι και η βιομηχανία, για την οποία κανείς δεν λέει τίποτα, αλλά και άλλοι τομείς. Έχετε δίκιο ότι δεν είναι σωστό για μια οικονομία του μεγέθους της Ελλάδας να κάνει «μονοκαλλιέργεια». Όμως δεν κάνουμε μονοκαλλιέργεια, ο τουρισμός είναι λίγο παραπάνω από το 10% του ΑΕΠ στην Ελλάδα. Προφανώς θέλουμε να αναπτύξουμε τομείς με εξωστρέφεια όπου έχουμε συγκριτικό πλεονέκτημα και ο τουρισμός έχει αυτά τα χαρακτηριστικά και μάλιστα είναι ο κλάδος που μας κράτησε σε μεγάλο βαθμό στα χρόνια της κρίσης. Επιπλέον, σε συντομότατο χρονικό διάστημα έχει αναβαθμιστεί σημαντικά το τουριστικό προϊόν, κάτι ιδιαίτερα θετικό. Σημαίνει όμως αυτό ότι θα πρέπει να βασιστούμε μόνο στον τουρισμό; Προφανώς όχι. Χωρίς να μειώσουμε τον τουρισμό πρέπει να στηρίξουμε την ανάπτυξη και άλλων κλάδων.
Ποιοι είναι οι κλάδοι αυτοί;
Τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια της κρίσης έγιναν μελέτες και συζητήσεις για το νέο παραγωγικό μοντέλο της χώρας μας. Γενικά υπάρχει μια συμφωνία ότι χρειάζεται πρέπει να ενισχυθεί η εξωστρέφεια της οικονομίας μας, η οποία παραμένει αρκετά κλειστή σε σχέση με οικονομίες που έχουν μέγεθος και βιοτικό επίπεδο αντίστοιχο της αυτό της Ελλάδας. Υπάρχει συμφωνία ότι πρέπει να φύγουμε από το παλιό μοντέλο που εν πολλοίς υπάρχει και σήμερα και το οποίο στηρίζεται στην κατανάλωση και παλαιότερα χρηματοδοτείτο εν πολλοίς με ροές κεφαλαίων από το εξωτερικό. Αντίθετα, επιβάλλεται οι εξαγωγές και οι επενδύσεις να έχουν πολύ μεγαλύτερη συμμετοχή στο ΑΕΠ. Υπάρχους τομείς που η Ελλάδα έχει δυναμικό συγκριτικό πλεονέκτημα, αλλά κανένας τομέας δεν έχει αυτό που λέμε blanket advantage. Δηλαδή, ακόμα και σε ευρείς τομείς όπου έχουμε συγκριτικό πλεονέκτημα αλλά υπάρχουν υπο-τομείς όπου δεν είμαστε ανταγωνιστικοί και το αντίστροφο. Όμως, το κράτος δεν υπάρχει για να «επιλέγει νικητές». Το κράτος πρέπει να δημιουργεί ένα καλό επιχειρηματικό περιβάλλον, καλές υποδομές, δίκτυα και να παρέχει δημόσια αγαθά υψηλής ποιότητας (π.χ. υγεία, παιδεία, κλπ). Αν το κράτος επιθυμεί να στηρίξει κάποιον συγκεκριμένο κλάδο θα πρέπει είτε να υπάρχουν σημαντικές οικονομικές εξωτερικότητες από τη δραστηριότητά του, δηλαδή ότι θα παρασύρει και άλλους κλάδους μαζί του, είτε ότι θα έχει μεγάλες κοινωνικές εξωτερικότητες, ότι δηλαδή θα ενισχυθούν περιοχές ή πληθυσμιακές ομάδες που μαραζώνουν. Όμως στην Ελλάδα έχουμε συνηθίσει στο κράτος-πατερούλη που επιλέγει πριν από εμάς για εμάς.
Υπάρχει ο κίνδυνος, το ενδεχόμενο, το κακό σενάριο, να πάμε σε ένα νέο μνημόνιο;
Δεν το πιστεύω αυτό, αν και για να είμαστε απολύτως ειλικρινείς αυτό εξαρτάται και από την εξέλιξη της πανδημίας. Σε ένα εξαιρετικά καταστροφικό σενάριο όπου η δράση του ιού δεν θα μειωθεί με τις υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού, θα έχουμε δεύτερο lockdown το φθινόπωρο και δεν θα έχουμε αποτελεσματικό φάρμακο και εμβόλιο για μεγάλο χρονικό διάστημα, αυτό θα ήταν μία πιθανότητα. Όμως, με βάση τις εκτιμήσεις των επιδημιολόγων, αυτό δεν φαίνεται να είναι πολύ πιθανό. Ως προς το χρέος, η Ελλάδα δεν έχει μεγάλες ανάγκες αναχρηματοδότησης του χρέους φέτος και στα αμέσως επόμενα έτη. Επιπρόσθετα, ενώ ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας που πέρυσι βρισκόταν λίγο κάτω από το 180% είναι εξαιρετικά υψηλός, η Ελλάδα έχει τρία πλεονεκτήματα. Πρώτον, η μέση διάρκεια του ελληνικού χρέους είναι πολύ μεγαλύτερη από ότι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο. Δεύτερον έχουμε πολύ χαμηλά επιτόκια. Τρίτον το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του χρέους δεν το διακρατούν ιδιώτες αλλά άλλες κυβερνήσεις. Άρα, σε μία δύσκολη συγκυρία θα μπορούσε πιο εύκολα να γίνει κάποιας μορφής αναδιαπραγμάτευση – αν και δεν πιστεύω ότι θα χρειαστεί κάτι τέτοιο. Επιπλέον, η σημερινή κρίση βρήκε τη χώρα μας με υψηλά ταμειακά διαθέσιμα.
Αυτό είναι το περίφημο μαξιλαράκι των 16 δισεκατομμυρίων.
Εν μέρει ναι. Επιπλέον, οποτεδήποτε ήταν καλές οι συγκυρίες και επί ΣΥΡΙΖΑ και επί ΝΔ η ελληνική κυβέρνηση έβγαινε και δανειζόταν στις αγορές. Τα περισσότερα από αυτά τα χρήματα δεν τα χρειαζόμασταν για την αναχρηματοδότηση του δημοσίου χρέους. Αν σε αυτά προσθέσουμε το υπόλοιπο των υπερπλεονασμάτων των προηγουμένων ετών αλλά και τον ενδοκυβερνητικό δανεισμό με repos διαπιστώνουμε ότι μπήκαμε στην πανδημία με ταμειακά διαθέσιμα γύρω στα 37 δισεκατομμύρια ευρώ – ποσό «αφύσικα» υψηλό.
Έχουμε και τα νέα προγράμματα που βγαίνουν και βεβαίως το SURE στο οποίο αναφέρθηκε ο Πρωθυπουργός στο διάγγελμα, μίλησε για 2 δις.
Εγώ ευελπιστώ ότι θα πάρουμε παραπάνω. Δυο δις θα έπαιρνε η Ελλάδα αν δανειζόντουσαν όλες οι χώρες χρήματα από το SURE. Υπάρχουν όμως χώρες που μπορούν να εξασφαλίσουν χρήματα από τις αγορές με ακόμα καλύτερους όρους. Επομένως, νομίζω ότι θα μείνουν κάποια αδιάθετα υπόλοιπα και διόλου απίθανο τελικά να λάβουμε μεγαλύτερο ποσό. Επιπλέον, έχουμε τα δάνεια με ευνοϊκούς όρους της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων για παροχή ρευστότητας σε επιχειρήσεις - κυρίως μικρομεσαίες. Και το τελευταίο -που αποτελεί μεγάλη επιτυχία- είναι ότι η Ελλάδα μπήκε στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Επομένως, δεν θεωρώ ότι κινδυνεύουμε με νέο μνημόνιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα δεν δέχθηκε ως τώρα να πάρει χρήματα από το ΕSM παρότι οι όροι είναι εξαιρετικά προνομιακοί και παρότι η χώρα βρίσκεται ήδη σε κατάσταση ενισχυμένης εποπτείας.
Πόσο επικίνδυνο είναι να χάσουμε το τρένο της προσέλκυσης επενδύσεων στην Ελλάδα που φαινόταν να έχει ξεκινήσει με προσδοκίες; Η πανδημία πόσο θα μας στοιχήσει σε αυτό το πεδίο;
Είμασταν πολύ άτυχοι με τον κορωνοϊό, ήρθε πάνω που όλα έδειχναν ότι φέτος θα ήταν η χρονιά στροφής της ελληνικής οικονομίας. Σε συνθήκες μεγάλης αβεβαιότητας όπως αυτή που ζούμε τώρα, οι επενδυτικές αποφάσεις αναβάλλονται, όμως δεν ακυρώνονται. Οπότε, εκτός καταστροφικού απροόπτου, θα επανέλθει το επενδυτικό ενδιαφέρον.
Εδώ υπάρχει ένα άλλο μεγάλο ζήτημα που αφορά τις ξένες άμεσες επενδύσεις. Η Ελλάδα δεν προσέλκυε σημαντικές ξένες επενδύσεις, ακόμα και πριν την οικονομική κρίση. Γραφειοκρατία, αργή απονομή δικαιοσύνης, διαφθορά, είναι μυριάδες οι λόγοι ευθύνονται γι’ αυτό. Στα χρόνια της κρίσης προέκυψε και ένας άλλος εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας, ο φόβος του Grexit. Με το που υποχώρησε αυτός ο φόβος σε συνδυασμό με κάποιες μεταρρυθμίσεις που έγιναν άρχισε να βελτιώνεται το κλίμα. Ελπίζαμε ότι το 2020 θα άρχιζε η πορεία αύξησης των επενδύσεων. Το παιχνίδι δεν χάθηκε, αλλά μάλλον αυτή η χρονιά έχει χαθεί.
Η κατάρρευση των γερμανικών ταμπού σχετικά με την αμοιβαιοποίηση του χρέους σώζει ή μάλλον καθησυχάζει για τον ρόλο, την πραγματική παρεμβατική δύναμη της ΕΕ που τόσο αμφισβητήθηκε και κλονίστηκε τα τελευταία χρόνια;
Μιλάμε συχνά στην Ελλάδα, στην Ιταλία και αλλού στον Ευρωπαϊκό Νότο λες και η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι κράτος. Όμως η ΕΕ δεν είναι κράτος, δεν είναι ομοσπονδία, δεν είναι καν συνομοσπονδία. Είναι αλήθεια ότι εδώ και χρόνια πορευόμαστε προς αυτό που αποκαλούμε ever closer Union, αλλά έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε ακόμα μέχρι να φτάσουμε σε κάποια μορφή πολιτικής ένωσης. Ας μη λησμονούμε ότι η Γερμανία μπήκε στο ευρώ έχοντας ως sine qua non ότι δεν θα γίνει αμοιβαιοποίηση χρέους και ότι η νομισματική ένωση δεν θα γίνει ένωση μεταβιβάσεων. Αμοιβαιοποίηση συμβαίνει συνήθως σε κρατικές οντότητες όπου υπάρχει κοινή οικονομική διακυβέρνηση. Συνήθως στο Νότο αναφερόμαστε μόνο στο πρώτο (αμοιβαιοποίηση) αγνοώντας το δεύτερο (κοινή οικονομική διακυβέρνηση).
Μήπως τελικά η πρωτοβουλία Μέρκελ-Μακρόν είναι μια πολιτική χειρονομία. Που θα χρησιμεύσει και ως παρακαταθήκη της απερχόμενης Μέρκελ;
Ο Ζαν Μονέ έλεγε ότι το χτίσιμο της Ευρώπης δεν θα γίνει από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά με μικρά σταδιακά βήματα. Αυτό γίνεται και τώρα. Δεν θα είναι μόνο μια πολιτική δήλωση, μιλάμε για πραγματικά χρήματα, περίπου για το μισό του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού με μεγάλα οφέλη για πολλές χώρες.
- Live ειδήσεις
- Γώγος (λοιμωξιολόγος): Γιατί είναι απίθανο να ξαναμπεί η Ελλάδα σε lockdown
- Κορωνοϊός -Τα καλά του lockdown: «Φρέναρε» την πανδημία και σχεδόν εξαφάνισε τη γρίπη -Τι δείχνουν τα στοιχεία
- Ο Πάνος Τσακλόγλου εξηγεί στο iefimerida πόσο πραγματικά έπληξε ο κορωνοϊός την ελληνική οικονομία