Η θετική ανάγνωση της έρευνας είναι ότι παγιώνεται η αντίληψη πως η χώρα έχει υπερβεί οριστικά τη δυσκολότερη περίοδο της πρόσφατης οικονομικής της ιστορίας. Υπάρχει, όμως, ένα «αλλά».
Όπως αποτυπώνεται στην έρευνα της Marc για λογαριασμό της ΓΣΕΒΕΕ, δηλαδή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η 10ετής οικονομική κρίση διατηρεί το αποτύπωμά της στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας και ιδιαίτερα στα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα, τα οποία συνεχίζουν να βρίσκονται στο κατώφλι σοβαρών κοινωνικών και οικονομικών αβεβαιοτήτων (υπερχρέωση και φτώχεια).
Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο; Το 12,9% των νοικοκυριών δήλωσε ότι τα εισοδήματά του δεν επαρκούν για να καλύψουν ούτε τις βασικές τους ανάγκες, ενώ στα ίδια επίπεδα κυμαίνεται και το ποσοστό της εισοδηματικής επισφάλειας (12,1%) για την έκτακτη ανάγκη κάλυψης δαπάνης 500 ευρώ!
Δεν είναι τυχαίο ότι η μεγάλη μάζα των νοικοκυριών- πάνω από το 60%- μόλις και μετά βίας φτάνει σε εισόδημα ως 18.000 ευρώ, ενώ άλλο ένα ποσοστό 20,6% αγγίζει τις 25.000 ευρώ, με αποτέλεσμα το 80% των νοικοκυριών να μην μπορεί να κάνει ούτε ελάχιστη αποταμίευση.
Οικογενειακό εισόδημα: Τα βασικά σημεία της έρευνας
Ας δούμε τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας:
• καταγράφεται για πρώτη φορά διψήφια αύξηση στο ποσοστό των νοικοκυριών που σημείωσε ετήσια αύξηση εισοδημάτων (11,1%). Ως επί το πλείστον, η αύξηση αυτή οφείλεται στην αύξηση ονομαστικών μισθών, στην επανένταξη ανέργων και την αύξηση κερδών από επιχειρηματική δραστηριότητα. Το 68% των νοικοκυριών διατήρησε σταθερή την εισοδηματική του βάση.
• εκτιμάται ότι το εισόδημα των νοικοκυριών εξαντλείται στις 19 ημέρες μεσοσταθμικά. Για τα νοικοκυριά με το χαμηλότερο εισόδημα, ο αριθμός αυτός μειώνεται τουλάχιστον κατά 3 ημέρες
• περίπου 3 στα 10 νοικοκυριά (29,5%) έχουν στην οικογένεια ένα τουλάχιστον άτομο σε ανεργία. Το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας (άνω του έτους) ανέρχεται στο 68,2% του συνολικού αριθμού των ανέργων. Το 1 στα 10 νοικοκυριά δηλώνει ότι ένα τουλάχιστο μέλος της οικογένειας έχει μεταναστεύσει στο εξωτερικό για την εύρεση εργασίας. Για πρώτη φορά καταγράφεται σε έρευνα ότι ένα ποσοστό περί το 30% των αποδημούντων έχει επιστρέψει στη χώρα μας κάποια προηγούμενη χρονική περίοδο
• Το 16,1% των νοικοκυριών έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία. Τα πολυμελή νοικοκυριά, καθώς και όσα έχουν τουλάχιστον 1 άνεργο σημειώνουν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά (άνω του 20%). Οι ρυθμίσεις οφειλών από την άλλη φαίνεται να έχουν ευεργετικές συνέπειες για τα νοικοκυριά, καθώς το 70,8% των οφειλετών δηλώνει ότι έχει αξιοποιήσει τουλάχιστο κάποια διάταξη αναδιάρθρωσης οφειλής στις φορολογικές αρχές.
• το 35,5% των νοικοκυριών δήλωσε ότι έχει δανειακές υποχρεώσεις προς τράπεζες (κάρτες δανείων, καταναλωτικά, στεγαστικά δάνεια). Από αυτά τα νοικοκυριά περισσότερα από 1 στα 5 (22%) έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές (ποσοστό μειούμενο σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα). Αντίστοιχα 1 στα 5 (18,4%) νοικοκυριά δηλώνει ότι κατά το τρέχον έτος δεν θα καταφέρει να ανταποκριθεί στις οφειλές του προς τις τράπεζες
• το 1 στα 9 νοικοκυριά εκφράζει φόβο (δείκτης ανησυχίας απώλειας ακινήτου) ότι μπορεί να απωλέσει το σπίτι, εξ αιτίας οφειλών. Το 5% δηλώνει ότι έχει υποστεί κατάσχεση ή δέσμευση λογαριασμών
• σημαντικά υψηλοί παραμένουν οι δείκτες που αφορούν την καθυστέρηση κάλυψης κάποιας ανάγκης, εξ αιτίας οικονομικής αδυναμίας (3 στους 10 καθυστέρησαν να αναζητήσουν την κατάλληλη θεραπεία για κάποια ιατρικό πρόβλημα, ενώ 2 στους 10 καθυστέρησαν να πληρώσουν το ρεύμα)
• το 26,3% αύξησε τη δαπάνη για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, γεγονός που επαληθεύει την υπόθεση ότι η ιδιωτική δαπάνη υγείας παραμένει υψηλή στη χώρα μας