Σε νέο ιστορικό υψηλό εκτοξεύτηκαν τον Μάρτιο οι τιμές τροφίμων παγκοσμίως, σύμφωνα με τον επίσημο δείκτη των Ηνωμένων Εθνών.
Aυτή η εξέλιξη έρχεται καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι κακές καιρικές συνθήκες σε πολλές περιοχές του κόσμου μειώνουν τις σοδειές και κλιμακώνουν τις πληθωριστικές πιέσεις σε δεκάδες χώρες ανά τον κόσμο.
Ο δείκτης FFPI του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ, στον οποίο συνυπολογίζονται οι τιμές κατηγοριών αγαθών όπως τα δημιτριακά, τα γαλακτοκομικά, τα έλαια και το κρέας, διαμορφώθηκε στις 159,3 μονάδες, σημειώνοντας νέο ρεκόρ για τρίτο διαδοχικό μήνα.
Η άνοδος του δείκτη μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαρτίου ήταν ραγδαία και πλησίασε το 13%, ενώ σε βάθος δωδεκαμήνου ο δείκτης έχει αυξηθεί κατά 34%, γεγονός που μαρτυρά την πίεση στις τιμές τροφίμων σε παγκόσμια κλίμακα, ειδικά αφότου η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ουσιαστικά απέκλεισε τα ουκρανικά λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας και «ψαλίδισε» τις προσδοκίες για την ουκρανική σοδειά.
Αυξήθηκε το κόστος των τροφίμων στην Ευρωζώνη
Σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία της Eurostat το κόστος των τροφίμων στην ευρωζώνη αυξήθηκε κατά 7,8% τον Μάρτιο.
Η Ουκρανία και η Ρωσία είναι δύο από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς σιτηρών και ζωοτροφών παγκοσμίως, καθώς η ζώνη της Μαύρης Θάλασσας αποτελεί παραδοσιακά «σιτοβολώνα» για πολλές χώρες της ευρύτερης Μέσης Ανατολής και βόρειας Αφρικής.
Οι τιμές των ελαίων -μία αγορά στην οποία η Ουκρανία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο- αυξήθηκαν τον Μάρτιο κατά περισσότερο από 23% σε σχέση με τον Φεβρουάριο, ενώ οι ανατιμήσεις στα δημητριακά έφτασαν το 17%.
Η κατάσταση περιπλέκεται περαιτέρω από τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες που έχει προκαλέσει η πανδημία και εγείρει ανησυχίες για παγκόσμια επισιτιστική κρίση, αλλά και από ακραία καιρικά φαινόμενα που προκαλεί η κλιματική κρίση. Ενδεικτικό είναι ότι το Κέρας της Αφρικής βρίσκεται αντιμέτωπο με τη χειρότερη ξηρασία των τελευταίων δεκαετιών, με χιλιάδες ζώα να πεθαίνουν λόγω των συνθηκών.
Σύμφωνα με τον ΟΗΕ σχεδόν 50 χώρες εξαρτώνται από τη Ρωσία και την Ουκρανία για τουλάχιστον το 30% των σιτηρών που εισάγουν.