Καθοριστικής σημασία ήταν και το 2024 η συμβολή των χρηματοδοτικών εργαλείων και των δανείων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) στην τραπεζική χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανόμενων και των ελεύθερων επαγγελματιών.
Υπολογίζεται ότι το 24% των νέων τραπεζικών επιχειρηματικών δανείων συνδέεται με τα εν λόγω προγράμματα το 2024, όταν το αντίστοιχο ποσοστό το 2023 ήταν 18%. Σε όρους αξίας εκταμιεύσεων, μεγαλύτερη ήταν η συμβολή των προγραμμάτων εγγυοδοσίας και των συγχρηματοδοτήσεων των αναπτυξιακών τραπεζών, ενώ παράλληλα παρατηρήθηκε επιτάχυνση των εκταμιεύσεων στα δάνεια του Μηχανισμού.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ το 2024, όπως και τα προηγούμενα έτη η προσφορά των χρηματοδοτικών εργαλείων αφορούσε κυρίως προγράμματα του Ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων) και την Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα και πραγματοποιήθηκε με τη διαμεσολάβηση των ελληνικών τραπεζών. Ειδικότερα, μέσω των εν λόγω προγραμμάτων:
Οι επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες έλαβαν τραπεζικά δάνεια ύψους 3,7 δισεκ. ευρώ, κατά 1,7 δισεκ. ευρώ περισσότερα σε σύγκριση με ένα έτος νωρίτερα.
Το μερίδιο των δανείων που συνδέεται με χρηματοδοτικά εργαλεία στο σύνολο των νέων τραπεζικών επιχειρηματικών δανείων αυξήθηκε σε 14%, από 11% το 2023
Η πλειονότητα των χρηματοδοτικών πόρων (περίπου τα 3/4 της αξίας των εκταμιεύσεων) κατευθύνθηκε προς επιχειρήσεις πολύ μικρού, μικρού και μεσαίου μεγέθους. Η εξέλιξη αυτή είναι συνεπής με τις ευρωπαϊκές και εθνικές πολιτικές για τη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες σε εθνικό επίπεδο ενσωματώνονται με (α) την υιοθέτηση περιορισμών ως προς τους δικαιούχους των προγραμμάτων - το σύνολο των πόρων που διατέθηκαν μέσω της ΕΑΤ αφορούσε εξ ολοκλήρου μικρομεσαίες επιχειρήσεις - και (β) τη διεύρυνση των μορφών χρηματοδότησής τους με την προσθήκη προγραμμάτων συνεπενδύσεων και μικροδανείων.
Έτσι, το 2024 το μερίδιο των νέων τραπεζικών δανείων προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες που υποστηρίχθηκε από χρηματοδοτικά εργαλεία ανήλθε σε 40% (2023: 26%), δηλ. ήταν σχεδόν τριπλάσιο του αντίστοιχου για το σύνολο των επιχειρήσεων.
Μεταξύ των επιμέρους κατηγοριών χρηματοδοτικών εργαλείων, το μεγαλύτερο μερίδιο σε όρους αξίας εκταμιεύσεων (60%) αντιστοιχούσε σε προγράμματα εγγυοδοσίας και το υπόλοιπο (40%) σε συγχρηματοδοτησεις και μικροπιστώσεις. Στα δάνεια που συνδέονται με προγράμματα εγγυοδοσίας, το Ελληνικό Δημόσιο αναλαμβάνει μέρος του πιστωτικού κινδύνου και συνεπώς τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεώνονται να μειώσουν τις απαιτήσεις τους για εμπράγματες εξασφαλίσεις από τους δανειολήπτες. Ωστόσο, καθώς η αύξηση των επιτοκίων δανεισμού που έλαβε χώρα το 2023 ενίσχυσε τη σημασία της παροχής χαμηλότοκης χρηματοδότησης, πολλά προγράμματα εγγυοδοσίας εκ του σχεδιασμού τους προσέφεραν συμπληρωματικά και ευνοϊκούς όρους τιμολόγησης.
Σε ότι αφορά τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας μέσω του οποίου οι ελληνικές επιχειρήσεις έλαβαν το προηγούμενο έτος χαμηλότοκη χρηματοδότηση από το δανειακό σκέλος του προγράμματος εκταμιεύθηκαν επιχειρηματικά δάνεια ύψους 2,65 δις ευρώ. (1,45 δις ευρώ το 2023) εκ των οποίων τα 1,5 δις ευρώ συνιστούσαν κεφάλαια του Μηχανισμού και τα υπόλοιπα τραπεζικά κεφάλαια. H συμμετοχή των τραπεζών και των ιδιωτών στη συνολική δαπάνη των εγκεκριμένων επενδυτικών σχεδίων υπήρξε υψηλότερη από ό,τι ορίζεται στο σχέδιο του προγράμματος, το οποίο ισοδυναμεί με μεγαλύτερη μόχλευση των δημόσιων πόρων. Σύμφωνα με το σχέδιο του προγράμματος το σχήμα συγχρηματοδότησης στη συνολική επενδυτική δαπάνη ορίζεται ως: κατά μέγιστο 50% συμμετοχή δημόσιων πόρων (δάνεια Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας – ΤΑΑ), κατ’ ελάχιστο 30% τραπεζική μόχλευση (δάνεια συγχρηματοδότησης) και κατ’ ελάχιστο 20% ιδία συμμετοχή.
Η πλειονότητα των πόρων (άνω του 95%) χορηγήθηκε με τη διαμεσολάβηση έξι εγχώριων εμπορικών τραπεζών. Οι εκταμιεύσεις δανείων προς τους τελικούς δικαιούχους επιταχύνθηκαν το 2024, εξέλιξη αναμενόμενη καθώς τα δάνεια του Μηχανισμού είναι επενδυτικά δάνεια ως επί το πλείστον τμηματικών εκταμιεύσεων. Ως συνέπεια, οι σωρευτικές εκταμιεύσεις δανείων ανήλθαν σε 40% της αξίας των συμβάσεων το Δεκέμβριο του 2024, έναντι 22% στο τέλος του 2023.