Η έννοια της «υπερφορολόγησης» έγινε κάτι παραπάνω από κατανοητή την περίοδο της κρίσης στην Ελλάδα, πόσω μάλλον όταν οι «πληγές» της παραμένουν ανοικτές.
Όπως προκύπτει από την αποκαλυπτική έρευνα του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών, την περίοδο 2018-2021 η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα μειώθηκε. Ωστόσο, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ημέρας Φορολογικής Ελευθερίας, οι φορολογούμενοι στην Ελλάδα βίωσαν μια διαρκώς ανοδική φορολόγηση τη δεκαετία της κρίσης, φτάνοντας να εργάζονται για το κράτος μέχρι και 186 από τις 365 ημέρες του χρόνου!
Βαριά «κληρονομιά» από τη δεκαετία της κρίσης είναι ότι η έμμεση φορολογία αυξήθηκε σημαντικά, μειώνοντας σε μεγάλο βαθμό την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Τα έσοδα από έμμεσους φόρους εκτοξεύθηκαν από το 2012 και μετά, ως ποσοστό του συνόλου των εσόδων από φόρους και εισφορές, αποτελώντας τη μεγαλύτερη πηγή εσόδων του κράτους. Η Ελλάδα έχει πλέον τον 3ο μεγαλύτερο ΦΠΑ στην ΕΕ (24%), με τη φορολογία στην κατανάλωση να δείχνει ότι είναι η πιο αξιόπιστη μέθοδος συλλογής φορολογικών εσόδων. Έφερε, άραγε, αυτό περισσότερα έσοδα στα κρατικά ταμεία; Κατηγορηματικά όχι.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, η αύξηση των φορολογικών συντελεστών στην Ελλάδα την περίοδο 2012-2018 δεν απέφερε τα αντίστοιχα προσδοκώμενα κρατικά έσοδα. Η Ελλάδα βρισκόταν στη λάθος πλευρά της καμπύλης του Laffer, δηλαδή η αύξηση των φόρων απέφερε λιγότερα έσοδα στο κράτος από αυτά που θα μπορούσε να έχει με μικρότερο φορολογικό συντελεστή.
Η αύξηση των φορολογικών συντελεστών όχι μόνο δεν αύξησε τα φορολογικά έσοδα, αλλά έβλαψε την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, μείωσε τα κίνητρα για εργασία και παραγωγή, αποθάρρυνε τις επενδύσεις και μεγάλωσε την παραοικονομία. Το 2020 η Ελλάδα είχε μία από τις μεγαλύτερες φορολογικές επιβαρύνσεις στην Ευρώπη, ενώ παράλληλα κατέγραφε υψηλό μέγεθος παραοικονομίας (7η χειρότερη επίδοση) και χαμηλή ανταγωνιστικότητα φορολογίας επιχειρήσεων (8η χειρότερη επίδοση), ανάμεσα στις 29 ανεπτυγμένες.
Αν και δεν ήταν για κλάματα, το χαρακτηριστικό παράδειγμα των 3 φίλων που χρησιμοποιεί η έρευνα θα προκαλούσε γέλιο. Το μόνο σίγουρο είναι η τιμωρητική διάθεση του κράτους και οι εύκολοι στόχοι.
Το παράδειγμα των τριών φίλων
Ο Βασίλης, ο Γιάννης και ο Κώστας είναι πολύ στενοί φίλοι. Είναι ανύπαντροι χωρίς παιδιά και τους αρέσει να συναντιούνται δύο φορές την εβδομάδα, να συζητάνε και να περνάνε καλά. Ο Βασίλης δεν πίνει πολύ, αλλά του αρέσει να πίνει ένα μπουκάλι κρασί την εβδομάδα. Στον Γιάννη, από την άλλη πλευρά, αρέσει να πίνει οινοπνευματώδη ποτά ή ούζο και τσίπουρο. Στον Κώστα αρέσει να πίνει 3-4 μπουκάλια μπύρα την εβδομάδα, και του αρέσει επίσης να καπνίζει. Και στους τρεις αρέσει να πίνουν καφέ το πρωί και πρέπει κάθε μέρα να μετακινούνται για 30 λεπτά μέχρι να φτάσουν στη δουλειά τους.
Ήταν ιδιαίτερα χαρούμενοι με τον τρόπο της ζωής τους, μέχρι που η κυβέρνηση αποφάσισε να αυξήσει τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Ο τρόπος ζωής των τριών φίλων δεν είναι υπερβολικός ή ανήθικος, αλλά χρειάζεται να πληρώνουν βαρύ τίμημα γι’ αυτόν. Κάθε χρόνο ο Βασίλης, ο Γιάννης και ο Κώστας πληρώνουν €808, €1.930 and €1.582 αντιστοίχως για τέσσερις «φόρους αμαρτίας». Μολονότι κερδίζουν πολύ περισσότερα χρήματα από τον ελάχιστο μισθό (€713), έφτασαν να ξοδεύουν 4%-14% του εισοδήματός τους σε τέτοιους «φόρους αμαρτίας».
Αφήνοντας στην άκρη τη μείωση της κατανάλωσης και την άνθηση του παρεμπορίου/λαθρεμπορίου σε οινοπνευματώδη, καπνικά καύσιμα, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να εστιάσει κανείς στο πεδίο της Ενέργειας.
Αυτές οι συνεχείς αυξήσεις οδήγησαν την Ελλάδα από ένα σχετικά χαμηλό επίπεδο φορολόγησης στην ΕΕ σε ό,τι αφορά τον ΕΦΚ και τον ΦΠΑ (από 19% το 2009 στο 24% σήμερα), στην κορυφή της σχετικής κατάταξης. Ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης υπολογίζεται ως σταθερό ποσό ανά χιλιόλιτρο: στη βενζίνη είναι €700 ή €0,7/λίτρο, στο ντίζελ €410 και στο LPG €430. Υπάρχουν επίσης επιπλέον τέλη, όπως Ανταποδοτικό Τέλος ΡΑΕ, Εισφορά Ειδικού Λογαριασμού Πετρελαιοειδών, Ειδικό Τέλος Δικαιωμάτων Εκτέλεσης Τελωνειακών Εργασιών και ΦΠΑ.
Όλα αυτά αυξάνουν την τελική τιμή κατά περισσότερο από 53% σε σχέση με την τιμή λιανικής. Δηλαδή, μια χώρα με σχετικά χαμηλά εισοδήματα (πριν την κρίση ανέρχονταν σε πάνω από το 70% του μέσου εισοδήματος από μισθούς στην Ευρωζώνη, σήμερα είναι περίπου στο 50%) έχει από τους υψηλότερους φόρους σε απόλυτους όρους. Σύμφωνα με τη Eurostat, η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ των χωρών με τις υψηλότερες τιμές υγρών καυσίμων στην ΕΕ συνολικά.
Υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις για τη συγκράτηση του αυξανόμενου κόστους διαβίωσης; Σύμφωνα με την έρευνα, υπάρχουν:
- Μείωση της φορολόγησης στην εργασία, μέσω της περαιτέρω μείωσης των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, που θα ωφελήσει ιδιαίτερα τα νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα, και της μείωσης της προοδευτικότητας του φόρου εισοδήματος, που θα καταστήσει τη χώρα πιο ελκυστική για την εργασία υψηλής εξειδίκευσης.
- Η χώρα μπορεί να βελτιώσει σημαντικά και με λογικό δημοσιονομικό κόστος τις φορολογικές παροχές που προσφέρονται στις μονογονεϊκές οικογένειες, καθώς σήμερα διαθέτει ένα από τα λιγότερο γενναιόδωρα συστήματα στον ΟΟΣΑ, ενώ θα μπορούσε επίσης να συζητηθεί ένα φορολογικό όφελος για τις οικογένειες που φροντίζουν ηλικιωμένα μέλη.
- Μείωση των φόρων που αυξάνουν το κόστος παραγωγής, όπως οι φόροι στις επικοινωνίες (πρόσφατα εφαρμόστηκε μια σημαντική μείωση για τους νέους πελάτες) και την Ενέργεια (που τροφοδοτεί μέσω των μεταφορών και της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας την αλυσίδα αξίας).
- Επιτάχυνση της αδειοδότησης για παραγωγή ενέργειας μέσω Ανανεώσιμων Πηγών, καθώς και της σύνδεσής τους με ένα αναβαθμισμένο δίκτυο.
Ο Βασίλης, ο Κώστας και ο Γιάννης περιμένουν...