Την πρώτη μεγάλη αύξηση φόρων από το 1993 στις ΗΠΑ σχεδιάζει ο Τζο Μπάιντεν, προκειμένου να χρηματοδοτήσει το μακροπρόθεσμο οικονομικό πρόγραμμα, που σχεδιάστηκε ως το επόμενο βήμα μετά το γιγαντιαίο σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης των 1,9 τρισ. δολαρίων.
Εκατομμύρια Αμερικανοί λαμβάνουν αυτές τις μέρες «λεφτά απ’ το ελικόπτερο», δηλαδή επιταγές 1.400 δολαρίων στο πλαίσιο του σχεδίου αυτού, που υπέγραψε προ ημερών ο Πρόεδρος των ΗΠΑ για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που έχει προκαλέσει η πανδημία Covid-19.
Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί είχαν επί μακρόν διαπραγματευτεί για το πακέτο, που είναι τεράστιο ακόμη και για μια οικονομία όπως η αμερικανική. Αλλά ο Τζο Μπάιντεν ετοιμάζει ήδη τα επόμενα μέτρα και θέλει να ξοδέψει σαφώς περισσότερα χρήματα. Το δεύτερο πακέτο του θα έχει ύψος τουλάχιστον τεσσάρων τρισ. δολαρίων, όπως μεταδίδει το Bloomberg, καθώς περιλαμβάνει μεγάλα ποσά για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, την οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους και την αναβάθμιση των υποδομών της χώρας, που είναι σε δεινή κατάσταση, καθώς τα δύο τρίτα των δρόμων χρήζουν βελτίωσης, ενώ μία στις δέκα γέφυρες είναι πολύ γηρασμένη. Ο τέως πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είχε υποσχεθεί να ασχοληθεί με το θέμα αυτό, αλλά δεν έκανε τίποτε στη διάρκεια της θητείας του.
Ο Μπάιντεν τώρα ετοιμάζεται να σηκώσει τα μανίκια. Αλλά που θα βρεθούν τα χρήματα; Τα επιδόματα σε πληττόμενες από την πανδημία επιχειρήσεις και νοικοκυριά χρηματοδοτούνται με νέα χρέη, γι’ αυτό και ο Μπάιντεν σκέφτηκε κάτι άλλο για τα νέα μέτρα, αφού σχεδιάζει τη μεγαλύτερη αύξηση φόρων στην Αμερική εδώ και τρεις δεκαετίες. Ο Τραμπ είχε μειώσει στα τέλη του 2017 τον φόρο επί των επιχειρήσεων από 35% στο 21% και τώρα ο διάδοχός του θέλει να τον αυξήσει στο 28%. Πέραν τούτου όλοι οι πολίτες με ετήσιο εισόδημα άνω των 400.000 δολαρίων – που αντιστοιχούν περίπου στο 2% του πληθυσμού – θα κληθούν να πληρώσουν περισσότερα, ενώ ενδεχομένως να αυξηθούν και ο φόρος κληρονομιάς καθώς και ο φόρος υπεραξίας, κάτι που δεν τόλμησε να κάνει κανείς Πρόεδρος των ΗΠΑ από τότε που το τόλμησε ο Μπιλ Κλίντον το 1993.
Η οικονομική πολιτική του Μπάιντεν
Η αύξηση των φόρων αποτελεί κεντρικό σημείο στην οικονομική ατζέντα του Μπάιντεν, που είχε υποσχεθεί στη διάρκεια της προεκλογικής του καμπάνιας να ξηλώσει την μεταρρύθμιση του Τραμπ από «την πρώτη μέρα στον Λευκό Οίκο». Το έκανε ήδη όσον αφορά σε άλλες πολιτικές του προκατόχου του, αλλά τα νέα οικονομικά μέτρα αναμένεται να ισχύσουν από το ερχόμενο έτους, καθώς η κυβέρνηση του θεωρεί προφανώς πολύ επικίνδυνο να αυξήσει από τώρα τους φόρους σε μια περίοδο που η αμερικανική οικονομία μόλις αρχίζει να αναρρώνει από το πλήγμα της υγειονομικής κρίσης κι ένα τέτοιο βήμα θα μπορούσε να φρενάρει την ανάκαμψη.
Λεπτομέρειες για τα νέα μέτρα δεν είναι ακόμη γνωστές. Η Goldman Sachs περιμένει ότι ο Μπάιντεν θα διαθέσει το ήμισυ του πακέτου, δηλαδή τα δύο τρισ. δολάρια – σε έργα υποδομών, ενώ παρόμοιο ποσό μπορεί να διατεθεί για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Από την πλευρά της η Citigroup θεωρεί ότι άλλο ένα τρισ. δολάρια θα διοχετευθεί στην οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους. Έτσι ο Μπάιντεν θα χτίσει πάνω στο πακέτο που έχει ήδη υπογραφεί για την ανάκαμψη από την πανδημία, που εισήγαγε για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας επίδομα παιδιού με κάθε οικογένεια με ετήσιο εισόδημα κάτω των 150.000 δολαρίων να λαμβάνει τώρα μηνιαίες επιταγές 300 δολαρίων για κάθε παιδί κάτω των πέντε ετών και 250 δολαρίων για παιδιά ηλικίας έξι έως 17 ετών. Η στήριξη αυτή προβλέπεται για δώδεκα μήνες, αλλά ο Μπάιντεν έχει προαναγγείλει ότι θέλει να καταστήσει μόνιμο το μέτρο – και προφανώς το νέο πακέτο των τεσσάρων τρια. δολαρίων θα παράσχει τα απαιτούμενα κονδύλια.
Ωστόσο, θα πρέπει να περάσει από το κογκρέσο, όπου αναμένεται να συναντήσει αντιστάσεις και ειδικά στη Γερουσία αναμένονται δύσκολες διαπραγματεύσεις. Οι Δημοκρατικοί διαθέτουν ισχνή πλειοψηφία στη Γερουσία και ορισμένοι μετριοπαθείς πολιτικοί του κόμματος έχουν ήδη τοποθετηθεί αρνητικά έναντι του πακέτου, όπως ο Τζο Μάντσιν από τη Δυτική Βιρτζίνια, που φοβάται ότι οι αυξήσεις των φόρων δεν αρκούν για τη χρηματοδότηση των νέων μέτρων κι έτσι οι ΗΠΑ θα αναγκαστούν να φορτωθούν με νέα χρέη.