Το πιστωτικό προφίλ της Ελλάδας θα μπορούσε να βελτιωθεί με τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και την ισχυρότερη οικονομική ανάπτυξη, επιγράφει ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody's σε ανακοίνωσή του.
Το βάρος του χρέους είναι σημαντικά πιο βιώσιμο τώρα, δεδομένης της εκτεταμένης ελάφρυνσής του από την Ευρωζώνη, αλλά θα παραμείνει υψηλό για πολλά χρόνια, αναφέρει ο οίκος.
Η συνέχιση της εφαρμογής μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί και μία συνετή στάση δημοσιονομικής πολιτικής θα απαιτηθούν για να διατηρηθεί η στήριξη των πιστωτών της Ευρωζώνης και η εμπιστοσύνη των επενδυτών. Το πιστωτικό προφίλ της Ελλάδας περιορίζεται σήμερα από το αυξημένο βάρος του χρέους της, τις μόνο μέτριες προοπτικές ανάπτυξης και το αδύναμο τραπεζικό σύστημα, σημειώνει ο οίκος σε ετήσια έκθεσή του. Η νέα κυβέρνηση έχει κάνει την προεκλογική εκστρατεία της σε μία πλατφόρμα αύξησης των επενδύσεων και μείωσης του υψηλού φορολογικού βάρους, που θα μπορούσαν πράγματι να ενισχύσουν τις προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας, προσθέτει.
«Η συνέχιση της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων που συμφωνήθηκε με τους πιστωτές της Ευρωζώνης, που περιλαμβάνουν μία συνετή δημοσιονομική στάση, θα απαιτηθεί για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών στην Ελλάδα», δήλωσε η Κάθριν Μιλμπρόνερ, υψηλόβαθμη αντιπρόεδρος του Moody's και συντάκτης της έκθεσης. «Αν και αναμένουμε ότι το δημόσιο χρέος θα μειωθεί τα επόμενα χρόνια, θα παραμείνει πολύ υψηλό και η Ελλάδα είναι πιθανόν να χρειασθεί περαιτέρω ελάφρυνση χρέους μεσοπρόθεσμα», πρόσθεσε.
Στα ισχυρά σημεία της Ελλάδας πιστωτικά περιλαμβάνονται ο σχετικά πλούσιος πληθυσμός της, ένα ευνοϊκό προφίλ εξυπηρέτησης του χρέους που παρέχει δημοσιονομική ευελιξία, παρά το βάρος του χρέους, και η σημαντική στήριξη από την Ευρωζώνη. Ο τραπεζικός τομέας είναι σε τάση βελτίωσης, με τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα να μειώνονται, αν και από ένα πολύ υψηλό επίπεδο.
Ο οίκος αναφέρει ότι το αξιόχρεο της Ελλάδας θα μπορούσε να αναβαθμισθεί, αν η νέα κυβέρνηση συνέχιζε να υλοποιεί τις δεσμεύσεις της έναντι της Ευρωζώνης, περιλαμβανομένων των μεταρρυθμίσεων που θα οδηγούσαν σε ένα βελτιωμένο επιχειρηματικό κλίμα και ισχυρότερες επενδύσεις, διατηρώντας παράλληλα εύρωστα δημόσια οικονομικά. Ταχύτερες από το αναμενόμενο βελτιώσεις της υγείας του τραπεζικού τομέα θα ήταν επίσης θετικές. Καθοδικές πιέσεις στο αξιόχρεο θα μπορούσαν να αναπτυχθούν, αν η ελληνική κυβέρνηση αποφάσιζε να αποκλίνει από τις δεσμεύσεις της και να αντιστρέψει προηγούμενα συμφωνηθείσες μεταρρυθμίσεις ή αν αναδύονταν ξανά εντάσεις με τους επίσημους πιστωτές, σημειώνει ο οίκος.
Reuters: Νέο ρεκόρ για τα ελληνικά ομόλογα -Κάτω από το 2%
Ολα αυτά, την ώρα που οι αποδόσεις των 10ετών ελληνικών ομολόγων υποχώρησαν σήμερα κάτω από το επίπεδο του 2%, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το πρακτορείο Reuters.
Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με το δημοσίευμα, ότι το κόστος δανεισμού για μια οικονομία που κάποτε βρέθηκε αντιμέτωπη με μια χαώδη έξοδο από την ευρωζώνη είναι φθηνότερο από αυτό των ΗΠΑ, που είναι η μεγαλύτερη οικονομία και αγορά ομολόγων του κόσμου.
Ο Ντράγκι διατηρεί αμετάβλητα τα επιτόκια -Πιθανή νέα ποσοτική χαλάρωση
Την ίδια ώρα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα άνοιξε την πόρτα σε μειώσεις επιτοκίων και την επανέναρξη αγορών ομολόγων, με στόχο να ενισχύσει την εμπιστοσύνη στο μπλοκ που βρίσκεται αντιμέτωπο με ύφεση στον μεταποιητικό τομέα. Πρόκειται για μια κίνηση που ερμηνεύεται ως μήνυμα για νέα ποσοτική χαλάρωση από τον Μάριο Ντράγκι.
Ετσι τα επιτόκια θα παραμείνουν αμετάβλητα σε 0,00%, 0,25% και -0,40% αντιστοίχως και η ΕΚΤ αναμένει ότι «τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα παραμείνουν στα σημερινά τους ή σε χαμηλότερα επίπεδα τουλάχιστον μέχρι και το πρώτο εξάμηνο του 2020 και πάντως για όσο χρονικό διάστημα χρειαστεί προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχιση της διαρκούς σύγκλισης του πληθωρισμού προς επίπεδα που συμβαδίζουν με την επιδίωξή του μεσοπρόθεσμα».
Μάλιστα η ΕΚΤ δηλώνει ότι σκοπεύει να συνεχίσει να επανεπενδύει, πλήρως, τα ποσά από την εξόφληση τίτλων αποκτηθέντων στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού (asset purchase programme – APP) κατά τη λήξη τους για παρατεταμένη χρονική περίοδο μετά την ημερομηνία κατά την οποία θα αρχίσει να αυξάνει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ «και πάντως για όσο χρονικό διάστημα χρειαστεί για τη διατήρηση ευνοϊκών συνθηκών ρευστότητας και ενός διευκολυντικού, σε μεγάλο βαθμό, χαρακτήρα της νομισματικής πολιτικής».