Ένα 24ωρο απομένει ως το νέο τετ α τετ του υπουργού Οικονομικών με τους εκπροσώπους των τραπεζών κι αν τελικά πραγματοποιηθεί η συνάντηση, το «καλάθι» που πρέπει να κρατάμε είναι μάλλον μικρό.
Κατά διαβολική σύμπτωση, η συνάντηση συμπίπτει με δύο γεγονότα, που σχετίζονται ως επί το πλείστον με τον επιτοκιακό κίνδυνο άρα με τον σκληρό πυρήνα της ατζέντας που έχει θέσει το οικονομικό επιτελείο. Την Πέμπτη, η ΕΚΤ, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα προχωρήσει σε μια ακόμα αύξηση επιτοκίων, πιθανότατα κατά 0,5 μονάδες κι αυτό σημαίνει πρακτικά ότι σε λιγότερο από ένα εξάμηνο το κόστος του χρήματος θα έχει ανέβει από το 0 στο 2,5%. Δεν το λες και λίγο.
Μια τέτοια εξέλιξη -προφανώς όχι αιφνίδια- θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι ενισχύει τη θέση του υπουργείου Οικονομικών, που ζητάει από τις τράπεζες να βάλουν πλάτη ήτοι να στηρίξουν τους συνεπείς δανειολήπτες, έτσι ώστε να μη γονατίσουν από τον καλπασμό των μηνιαίων δόσεων τους. Ωστόσο το δεύτερο γεγονός, η χθεσινή οδηγία του SSM προς όλες τις τράπεζες, πόσο μάλλον τις ελληνικές που επιβαρύνονται ακόμα από υψηλά ποσοστά “κόκκινων” δανείων, περιπλέκει τα πράγματα.
Οι επισημάνσεις του SSM
«Οι κίνδυνοι επιτοκίου και πιστωτικού περιθωρίου, ο πιστωτικός κίνδυνος αντισυμβαλλομένου και η μοχλευμένη χρηματοδότηση αποτελούν παραδείγματα επίμονων κινδύνων με ιδιαίτερα μεγάλη σημασία, ιδίως στις τρέχουσες συνθήκες, που έχουν αντιμετωπιστεί με σημαντική εποπτική προσπάθεια το 2022», επισημαίνει ο SSM και συμπληρώνει: «Τα εποπτευόμενα ιδρύματα πρέπει να επιδεικνύουν σύνεση κατά την ανάπτυξη και τον σχεδιασμό των επιχειρηματικών στρατηγικών τους, να συνεχίζουν να παρακολουθούν στενά τους κινδύνους που συνδέονται με το ταχέως μεταβαλλόμενο χρηματοπιστωτικό περιβάλλον και να επικεντρώνουν τις προσπάθειές τους στη διαχείριση κινδύνων».
Τι είναι αυτό που φοβίζει τον Ευρωπαίο Επόπτη;
- Οι επιχειρήσεις, ιδίως στο τμήμα των ομολόγων υψηλής απόδοσης ή στους τομείς έντασης ενέργειας, αναμένεται να αντιμετωπίσουν δυσκολίες ως αποτέλεσμα της αύξησης του κόστους χρηματοδότησης, του κόστους των εισροών και του λειτουργικού κόστους, καθώς και των λιγότερο ευνοϊκών προοπτικών ανάπτυξης, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε άνοδο των ποσοστών αθέτησης.
- Η φερεγγυότητα των νοικοκυριών με υψηλότερα επίπεδα δανειακής επιβάρυνσης, χαμηλότερα εισοδήματα ή στεγαστικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου μπορεί επίσης να υποβαθμιστεί στο μέλλον, αν και τα δημοσιονομικά μέτρα, οι αποταμιεύσεις που συσσωρεύθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας και μια συνολικά ανθεκτική αγορά εργασίας ενδέχεται να συμβάλουν στην άμβλυνση, τουλάχιστον εν μέρει, των επιπτώσεων του πληθωρισμού και των υψηλότερων επιτοκίων.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η Φρανκφούρτη δίνει το “ελευθέρας” για παρεμβάσεις ευρείας κλίμακας στα καθ’ ημάς; «Οι τράπεζες θα πρέπει να διορθώνουν αποτελεσματικά τις διαρθρωτικές ανεπάρκειες του κύκλου διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου τους, από τη χορήγηση δανείων έως τον περιορισμό και την παρακολούθηση των κινδύνων, και να αντιμετωπίζουν εγκαίρως τυχόν αποκλίσεις από τις κανονιστικές απαιτήσεις και τις εποπτικές προσδοκίες» συστήνει ο SSM και μένει να απαντηθεί αν το σχέδιο που έχουν εκπονήσει οι ελληνικές τράπεζες “σκοντάφτει”.
Οι πληροφορίες συγκλίνουν στο ότι ο Ευρωπαίος Επόπτης δεν... πέταξε κι από τη χαρά του. Ωστόσο “διαβάζοντας” την ανεπίσημη αντίδραση από την ανάποδη, μπορεί να πει κανείς ότι πρόκειται για περιορισμένης κλίμακας παρέμβαση, η οποία είναι ζήτημα αν μπορεί να καλύψει πάνω από 25.000 νοικοκυριά και μόνο στο 50% της αυξημένης ή μάλλον αυξανόμενης δόσης. Το μόνο σίγουρο είναι στο υπουργείο Οικονομικών θέλουν μεγαλύτερη περίμετρο, για να έχει πρακτικό αντίκρισμα η παρέμβαση.
Οι προμήθειες
Μικρό “καλάθι” πρέπει, επίσης, να κρατάμε και για το φλέγον θέμα των προμηθειών, δηλαδή των χρεώσεων για διάφορες τραπεζικές συναλλαγές. “Οι προμήθειες είχαν αυξηθεί στη περίοδο των χαμηλών επιτοκίων, για να ισοφαριστούν οι απώλειες των τραπεζών, άρα τώρα πρέπει να αναπροσαρμοστούν”, λένε ορθά κοφτά από το υπουργείο Οικονομικών, με φόντο τα καθαρά έσοδα των 1,3 δισ ευρώ στο 9μηνο.
Οι πληροφορίες συγκλίνουν στο ότι οι τράπεζες δεν προτίθενται να ακολουθήσουν κοινή γραμμή, αφού ούτως ή άλλως έχουν διαφορετικά τιμολόγια, που ταιριάζουν με το προφίλ της καθεμίας. Ήδη στην αγορά προσφέρονται “πακέτα” μηνιαίων χρεώσεων για πληρωμές λογαριασμών, μεταφορές χρημάτων, αναλήψεις από ΑΤΜ κ.λ.π., αντί μείωσης χρεώσεων για μεμονωμένες συναλλαγές. Ωστόσο τραπεζικές πηγές “δείχνουν” προς τα όντως υψηλά κόστη για εισερχόμενα και εξερχόμενα εμβάσματα, ως ένα πιθανό πεδίο κοινής δράσης.