Οι καταστροφικές πυρκαγιές του Αυγούστου έπληξαν την ελληνική μελισσοκομία σε μία περίοδο που η ευρωπαϊκή αγορά είχε ανάγκη από το ελληνικό μέλι.
Είναι περιττό να αναφερθεί ότι το μέλι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής παράδοσης, της ελληνικής διατροφής, της οικονομίας της υπαίθρου. Η μελισσοκομία δεν περιορίζεται βέβαια στην παραγωγή μελιού, αλλά παράγει και άλλα προϊόντα, όπως η γύρη, η πρόπολη, ο βασιλικός πολτός και το κερί από μέλισσες. Το ελληνικό μεσογειακό κλίμα είναι ευνοϊκότατο για την ανάπτυξη της μελισσοκομίας.
Η καθοριστική συμβολή των μελισσών, και της μελισσοκομίας κατ' επέκταση, εδράζεται και στην προστασία του περιβάλλοντος, καθώς οι αποικίες μελισσών εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή των φυτών μέσω της επικονίασης.
Την άνοιξη του 2021 η Κομισιόν δημοσίευσε έκθεση για την αγορά του μελιού, στην οποία σημείωνε ότι οι χώρες με τη μεγαλύτερη παραγωγή μελιού ήταν η Ρουμανία, η Ισπανία, η Ουγγαρία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Γαλλία, η Πολωνία και η Ελλάδα. Κατά βάση, η Νότια Ευρώπη προμηθεύει το μέλι.
Στρατηγικό πλεονέκτημα το μέλι για την ΕΕ
Σύμφωνα με ευρωπαϊκή οδηγία που εκδόθηκε το 2001, η παραγωγή μελιού στην ΕΕ πρέπει να πληροί συγκεκριμένες προϋποθέσεις, που το καθιστούν από τις ποιοτικότερες επιλογές διεθνώς.
Η ΕΕ επενδύει στρατηγικά στην παραγωγή μελιού, βλέποντας ένα πολύτιμο εξαγώγιμο προϊόν αλλά και ένα μέσο ανάπτυξης των αγροτικών περιοχών. Γι' αυτόν το λόγο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός για τη στήριξη των εθνικών προγραμμάτων μελισσοκομίας κυμαίνεται στα 240 εκατ. ευρώ για το διάστημα 2020-2022.
Με βάση τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μέχρι και το 2018 στην ΕΕ υπήρχαν 600.000 μελισσοκόμοι και 17 εκατομμύρια κυψέλες. Την ίδια χρονιά, η ΕΕ είχε τη δυνατότητα να παράγει 250.000 τόνους σε ετήσια βάση.
Ως διεθνής παίκτης, η ΕΕ είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός μελιού στον κόσμο, πίσω από την Κίνα. Η εξαγωγή του ευρωπαϊκού μελιού κυμαίνεται στις 200.000 τόνους τον χρόνο, τουλάχιστον με τα δεδομένα του 2018. Οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Ιαπωνία και η Σ. Αραβία αποτελούν τους κύριους αγοραστές.
Παράλληλα όμως, η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας μελιού από τρίτες χώρες, κυρίως από την Κίνα και την Ουκρανία, καθώς, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δεν καλύπτει τη ζήτηση η εγχώρια παραγωγή και οι τιμές του μελιού από τρίτες χώρες είναι αρκετά ανταγωνιστικές.
10.000 τόνοι καταστράφηκαν από τις πυρκαγιές
Πάνω από 10.000 σμήνη μελισσών καταστράφηκαν από τις φονικές πυρκαγιές στην Ελλάδα, στερώντας την αγορά από 10.000 τόνους τουλάχιστον. Η Εύβοια αποτελούσε πυλώνα της ελληνικής μελισσοκομίας, καλύπτοντας το ένα τρίτο της εγχώριας παραγωγής μελιού. Αυτό δεν ισχύει πλέον.
Η Ελλάδα, που στηρίζεται κατά βάση στο πευκόμελο, δύσκολα θα ανακάμψει από αυτήν την καταστροφή και η ευρωπαϊκή αγορά θα στερηθεί ένα ποιοτικό απόθεμα μελιού που είχε. Η αποκατάσταση ενός πευκοδάσους απαιτεί πολύ χρόνο, δεκαετίες.
Ο αντίκτυπος τον πυρκαγιών για την παραγωγή μελιού στην Ελλάδα θα είναι μακροχρόνιος και με πολλές μακροχρόνιες επιπτώσεις. Επιπρόσθετες συνέπειες προκύπτουν εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής και των πυρκαγιών, που δεν φαίνεται να έχουν τέλος για την ελληνική ύπαιθρο.
Απειλή το εισαγόμενο μέλι
Ταυτόχρονα, το εισαγόμενο μέλι στην ΕΕ από τρίτες χώρες αυξάνεται, προκειμένου να καλυφθεί η ευρωπαϊκή ζήτηση. Προκύπτει όμως επιπλέον κίνδυνος για την εγχώρια παραγωγή, καθώς δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τις χαμηλές τιμές του εισαγόμενου μελιού.
Η Επιτροπή Επαγγελματικών Αγροτικών Οργανώσεων στην Ε.Ε. (Copa Cogeca) προειδοποιεί ώστε να διαμορφωθούν ενιαία ευρωπαϊκά κριτήρια και στάνταρ για την εισαγωγή μελιού, ώστε να μην πληγεί ανεπανόρθωτα η ευρωπαϊκή παραγωγή, αλλά και να εξασφαλιστεί ελάχιστη ποιότητα στο μέλι που εισάγεται στα κράτη-μέλη.
Κάθε πλήγμα της ελληνικής μελισσοκομίας έχει αντίκτυπο στην ευρωπαϊκή αγορά και δεν είναι τόσο ζήτημα όγκου παραγωγής, που είναι σημαντικός, αλλά ποιότητας.
Η ανείπωτη καταστροφή της παραγωγής πευκόμελου στην Εύβοια στερεί από την ευρωπαϊκή αγορά ένα ακόμη όπλο.