Αν και ήταν αναμενόμενη, λόγω των βεβαρημένων επιδημιολογικών δεικτών, η παράταση των περιοριστικών μέτρων υποχρεώνει χιλιάδες επιχειρήσεις του λιανεμπορίου και της εστίασης, να ενεργοποιήσουν σχέδιο έκτακτης ανάγκης.
Ο Δεκέμβριος είναι παραδοσιακά ο μήνας όπου ο τζίρος σκαρφαλώνει στα ύψη. Υπολογίζεται ότι οι πωλήσεις τη χριστουγεννιάτικη περίοδο αντιστοιχούν στο 10% του ετήσιου τζίρου, ενώ ειδικά για τις μικρές επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου το ποσοστό φτάνει στο 20%. Πρακτικά, ο χριστουγεννιάτικος τζίρος υπολογίζεται σε περίπου 3,5 δισ ευρώ, στα οποία προστίθενται άλλα περίπου 500 εκατ. Ευρώ από το τζίρο της εστίασης.
Τι σημαίνει πρακτικά το ορατό ενδεχόμενο να ανεβάσουν ρολά τα εμπορικά καταστήματα στο δεύτερο 15νθήμερο του Δεκεμβρίου; Απώλεια τουλάχιστον 1,5 δισ ευρώ. Όσο για τις επιχειρήσεις εστίασης, με τα σημερινά δεδομένα είναι αμφίβολο αν θα ανοίξουν ως την Πρωτοχρονιά και αυτό συνεπάγεται ότι συνολικά πάνω από 2 δισ ευρώ χριστουγεννιάτικου τζίρου «τρώγεται» από την πανδημία.
Εκτός μάχης στις ηλεκτρονικές πωλήσεις οι μικρές επιχειρήσεις
Αναμφίβολα η εναλλακτική των ηλεκτρονικών πωλήσεων βοηθάει στο να μην υποστεί έμφραγμα η αγορά, ωστόσο όπως σημειώνουν παράγοντες του λιανικού εμπορίου, οι μικρότερες επιχειρήσεις που δεν έχουν τη δυνατότητα να υποστηρίξουν e-shops, βγαίνουν εκτός μάχης, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό για την «επόμενη ημέρα». Ανάλογος προβληματισμός εκφράζεται και για την υπηρεσία «Click away», η οποία ουσιαστικά θα διευκολύνει μόνο τα μεγάλα καταστήματα και τις αλυσίδες να λειτουργήσουν έστω με περιορισμούς.
Η κατάσταση αυτήν τη στιγμή έχει ως εξής. Οι εμπορικές επιχειρήσεις, έκαναν τις αναγκαίες προμήθειες, προκειμένου να ανταπεξέλθουν στην αυξημένη ζήτηση των εορτών, με αποτέλεσμα να έχουν stockάρει εμπόρευμα, που κινδυνεύει να τους μείνει απούλητο. Για την αγορά αυτού του εμπορεύματος είτε χρησιμοποίησαν τα τελευταία ρευστά διαθέσιμα με αποτέλεσμα να έχουν «στεγνώσει» είτε πήραν πίστωση από τους προμηθευτές τους με συνέπεια να βρίσκονται στο «κόκκινο». Μπροστά σε ολική καταστροφή βρίσκονται οι χιλιάδες επιχειρήσεις εποχιακών ειδών, οι οποίες ακόμα κι αν ανοίξουν μετά τα μέσα Δεκεμβρίου, είναι αμφίβολο αν θα μπορέσουν να διαθέσουν το εμπόρευμα τους.
Σε κάθε περίπτωση, οι άνθρωποι της αγοράς εκτιμούν ότι η κατανάλωση- άρα και οι πωλήσεις- θα κινηθούν στα «ρηχά», καθώς η αβεβαιότητα για την επόμενη ημέρα κάνει ακόμα πιο επιφυλακτικό τον κόσμο. Ένα στοιχείο, που ενισχύει αυτήν την εκτίμηση, είναι η αυξητική τάση των καταθέσεων, δείγμα του ότι ο κόσμος βάζει στην άκρη για δύσκολες ημέρες. Είναι ενδεικτικό ότι τον Οκτώβριο, οι καταθέσεις των νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά 1,558 δισ ευρώ, ενώ και οι επιχειρήσεις προτίμησαν να αποταμιεύσουν 968 εκ. Ευρώ παρά να τα επενδύσουν.
Κι όλα αυτά όταν ο Σεπτέμβριος επέτρεπε την αισιοδοξία ότι η ζημιά των προηγούμενων μηνών μπορεί να συμμαζευτεί. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο τζίρος έφτασε στα 2,52 δισ ευρώ, δηλαδή οριακά χαμηλότερος από τον περσινό, ενώ σε σύγκριση με τις πωλήσεις του Αυγούστου σημείωσε αύξηση γύρω στα 180 εκατ. Ευρώ.
Τα μέτρα που ζητούν στο λιανεμπόριο
Ποια είναι τα μέτρα, πάνω στα οποία προσπαθεί να στηριχθεί το λιανεμπόριο; Το «κούρεμα» κατά 40% των ενοικίων, οι αναστολές των συμβάσεων εργασίας, το «πάγωμα» δανειακών υποχρεώσεων, η αναστολή κάποιων, όχι όλων, φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων. Το ζήτημα της ρευστότητας εξακολουθεί, όμως, να «καίει», καθώς με δεδομένο ότι η πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό παραμένει προβληματική, ως μόνη διέξοδος φαντάζει η επιστρεπτέα προκαταβολή.
Σύμφωνα με ετήσια έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «Annual Survey on the Access to Finance of Enterprises», ένα ποσοστό 30% των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων δηλώνει ότι ο κύριος λόγος που ο δανεισμός δεν είναι συμβατός με την επιχείρηση («not relevant to enterprise») είναι τα υψηλά προσφερόμενα τραπεζικά επιτόκια. Το ποσοστό αυτό καταγράφεται ως μακράν το υψηλότερο σε όλη την Ε.Ε. (μ.ο. ΕΕ-27: 8%). Το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό για τις ελληνικές επιχειρήσεις εντοπίζεται στον παράγοντα των εξασφαλίσεων (collateral or guarantee) (ποσοστό 9% σε σχέση με τον μ.ο. ΕΕ-27: 4%).
Ήδη, μικρομεσαίοι και έμποροι έχουν ανοίξει τη συζήτηση για την «επόμενη ημέρα», που δεν είναι τόσο μακριά, όταν δηλαδή θα έρθει η ώρα της αποπληρωμής των συσσωρευμένων οφειλών μαζί με τις τρέχουσες φορολογικές, ασφαλιστικές και δανειακές υποχρεώσεις. Επί τάπητος έχει τεθεί το αίτημα του «κουρέματος» των χρεών της πανδημίας, ενώ από την πλευρά του το οικονομικό επιτελείο δείχνει να προσανατολίζεται σε μια ad hoc ρύθμιση αυτών των χρεών, σε ορίζοντα 100 ή 120 δόσεων...